Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
“Και ν’ αποτύχει κατά κόσμον εκεί θα μας λογαριαστεί”: Μια ματιά στην Ποίηση του Κ. Μόντη
Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου

Ποια είναι η αξία της λογοτεχνίας; μορφή τέχνης που εξακολουθεί ακόμη να μας μαζεύει κριτικά μπροστά στον καθρέφτη μας κι ενίοτε να μας παρηγορεί ακόμη και τέτοιους δυσεπίλυτους καιρούς; Ποια είναι η αξία των θεωριών για το τι μας παρακινεί και για το τι αποτελεί πηγή των διανοητικών/ συναισθηματικών αποκυημάτων μας; και πως σχετίζεται με την ενδημική, υποδόρια πάλη μεταξύ των ατομικών «εμπειριών» και των συλλογικών ή ιεραρχικών δομών μιας κοινωνίας, αφού είναι αυτή η πάλη που εκδηλώνεται σε πλήθος πράξεων αλλά και πολιτιστικών προϊόντων; 

Ανάμεσα στα προϊόντα (στα γεννήματα σωστότερα για να την απαγκιστρώσουμε από την απελεύθερη πια αγορά) η γραφή. Ανάμεσα τους και η γραφή του Κώστα Μόντη. Γραφή στρωμένη, καθαρή, που λες και ρίχνει στο χαρτί για να γράψουν τα δάκτυλα μια χούφτα χώμα, χώμα της μνήμης και της τιμής όσων κρατούν με την σειρά τους την τιμή και την μνήμη αυτής της γης. Αυτή είναι η λογοτεχνία, αυτός είναι ο ελληνικός και όμως συμπαντικός κόσμος του Κώστα Μόντη, του σπουδαίου Κύπριου ποιητή, την μνήμη του οποίου αποπειρώμαστε να τιμήσουμε με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την γέννηση του, και την ανακήρυξη της περσινής χρονιάς σε έτος Μόντη από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Ο Μόντης συμπύκνωσε τα καλύτερα στοιχεία αυτού του κόσμου μ' ένα δίστιχο που δρα ως κρυφό αίτημα, ξεπερνώντας τους παιδιάστικους ναρκισσισμούς σχετικά με το ότι είμαστε συνεπαγωγικά οι καλύτεροι κι όλοι συνωμοτούν εναντίον μας, (που τόση θραύση κάνουν και σε κόσμους που προσπαθούν να δομήσουν θεσμικές ρητορικές όπως ο κόσμος της λογοτεχνίας και της πολιτικής) επικεντρωνόμενος  σε αυτό που θα μπορούσε πραγματικά να μας κάνει καλύτερους: “Περίεργο πράγμα η καρδιά. Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις.

Πραγματικά η ελληνικότητα του Μόντη είναι η ελληνικότητα της καρδιάς. Είναι αυτή, κι όχι κάποιος μεγαλοϊδεατισμός μέσα από τον οποίον διάφοροι στερημένοι προσπαθούν να μεγαλώσουν το εγώ τους δίχως ν' αγαπούν τον τόπο πραγματικά, που τον οδηγεί να σχολιάσει στις  “φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη Λευκωσία”:

Τόσα χρόνια αναζητούσαμε θέματα.

Να τα, λοιπόν, τώρα!

Να που όταν, επί παραδείγματι,

πήραν τον σκοτωμένο

απ’ τ’ αντικρινό οικόπεδο

δεν πρόσεξαν την τσάντα με το πρόγευμα

που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του

και παρέμεινε.

Ήδη ο Μόντης μια ελληνικότητα που έχει ως θεμέλιο λίθο τον ανθρωπισμό την έχει δείξει σε μια σειρά από καταγραφές στις οποίες καταμετράται ο παλμός της ιστορίας του ματωμένου τόπου του μέσα από τον ποιητικό παλμό, παλμός που μετρά ταυτόχρονα όχι μόνο την συγχρονική, μα την αιώνια ιστορία του ανθρώπου γράφοντας την ιστορία του κόσμου σε 2 γραμμές. Ακόμη κι ότανπαίρνει ως αφορμή μια συγκεκριμένη ημερομηνία, όπως αυτήν της 21ης Δεκέμβρη του 1963.Η διαίρεση της Λευκωσίας τον Δεκέμβρη του 63 (που είχε συμβεί σε πρώτο στάδιο ήδη από το καλοκαίρι του 1958) με τη δημιουργία της λεγόμενης Πράσινης Γραμμής,  ως αποτέλεσμα έντονων διακοινοτικών συγκρούσεων μεταξύ (αρχικά) της Κυπριακής αστυνομίας και Τουρκοκύπριων πολιτών, αποτελεί την αφορμή για να αναδείξει ο ποιητής την γλώσσα των ανώνυμων θυμάτων, γλώσσα που, στην ακρότητα της ζωής, αποσπώντας το κορμί από τις λέξεις των κυρίαρχων και χρησιμοποιώντας το ως μέσον καταγγελίας, θυμίζει ότι το άτομο σαν άτομο, ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου είδους, έχει χάσει την αυτονομία μέσα από την οποία θα μπορούσε να πραγματώσει το είδος του.

Ο νεκρός στο αντικρινό οικόπεδο -η εθνότητα του οποίου δεν έχει σημασία- όπως ο Joe Fox σημειώνει (latistror.blogspot.gr) είχε μια γυναίκα που τον αγαπούσε και τον φρόντιζε, μια γυναίκα που του είχε ετοιμάσει το πρόγευμά του, αυτό το γεμάτο τρυφερότητα σακουλάκι-δώρο του φτωχού, σακουλάκι με πρόγευμα που μένοντας ξεχασμένο πίσω θρηνεί και για τους δυο τους.

Τη στιγμή που οι δύο κοινότητες συγκρούονται αποσκοπώντας σε εδαφικά ή άλλου είδους κυριαρχικά οφέλη,  χτίζοντας την νομιμοποίηση τους  μέσα από ρητορικές κυριαρχίας, o ποιητής στρέφει την προσοχή του στην καθαυτό ύπαρξη των κυριαρχούμενων, στον υπαρκτό πέρα από ιδεολογίες ή  ιδεολογήματα πόνο, στο θνητό σώμα, μετατρέποντας το τελευταίο σε επίμονη, θρηνητική καταγγελία των παραπάνω. Και περιγράφοντας ταυτόχρονα την ματαιότητα του κόσμου.

Ενώ στο Ένα τουρκάκι στο Κιόνελι το 1966, χρησιμοποιώντας το παιδί ως έναν διαρκώς επανερχόμενο Μεσσία, (κατά Έμερσον) στην σκοτεινιά του κόσμου δείχνεται επικριτικός, όπως θ' άξιζε σ έναν ποιητή, προς ολες τους ακραίους που συνέβαλλαν στην τραγωδία:

Μ’ ενδιαφέρει αυτό το χαμόγελο του μικρού παιδιού

που τ’ αγνοήσαμε και μας ανέμισε

ένα χεράκι χελιδόνι,

που τ’ αντιπαρήλθαμε και μας ανέμισε

ένα χεράκι γιασεμί.

Όμως ο ανθρωπισμός του Μόντη δεν είναι αυτός της πολιτικής ορθότητας. Έχει ρίζα. Θέλει την Ένωση και να παλεύει γι' αυτήν. Η οπτική του είναι αυτή του συμπαντικού ανθρώπου όπως τον όρισε ο Ευριπίδης ξεπερνώντας το ομόαιμον και το ομόθρησκον για να δώσει φωνή στην Δικαιοσύνη στις Τρωάδες, αλλά παραμένει όμως, όπως η Λουκία Γρηγορίου σημειώνει (http://loukia-gregoriou.blogspot.gr) ελληνικότητα. Να μην ξεγελαστούμε! Η τύχη του νησιού σημαδεύει και τη δική του πορεία.  Η διάψευση των προσδοκιών και των ονείρων κρατάει ακόμα εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά κι εκφράζεται με πικρούς στίχους στην ποίησή του:

Και τι θα γίνει τώρα,
θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια
που 'ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
...
θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου
με την «Ένωση» στο γείσο,
Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;

γράφει (ΚΥΠΡΟΣ 1974-1976, Β,605)

Ο Μόντης στο πλέον εμβληματικό έργο του, (παρόλο που είναι στην πραγματικότητα 3 ξεχωριστά γράμματα που γράφτηκαν με απόσταση 7 χρόνων μεταξύ τους) το Γράμματα στη Μητέρα όπου κι απλώνει σαν σε καμβά τον πλατύ ορίζοντα της ανθρωπιάς του  ασχολούμενος πέρα από το εξίσου σημαντικό προσωπικό-αυτοβιογραφικό, όπου κυριαρχούν όπως έχει γραφτεί οι δεσμοί με το γενέθλιο χώρο, οι οικογενειακές τραγωδίες και τα προσωπικά αδιέξοδα, και με τις ιστορικές περιπέτειες και το δράμα του τόπου, αλλά ως σκαλοπάτι για ν ασχοληθεί με το οικουμενικό, με το δράμα και την αγωνία της σύνολης ανθρωπότητας ως τη Σομαλία, τη Τσεχοσλοβακία, το Βιετνάμ. Όπως η Κίκα Ολυμπίου στην anagnostria.gr επισημαίνει: Είναι πραγματικά εκπληκτική η ενορατική και διαισθητική δύναμη του ποιητή που όχι μόνο επισημαίνει αλλά και προλέγει. Κατά τον Γ. Π. Σαββίδη «αποτελεί μιαν από τις πιο αποκαλυπτικές και συνάμα νικηφόρες μαρτυρίες που διαθέτει η νεότερη Ευρωπαϊκή τέχνη, μετά τη μουσική του Μπαχ, για τον καθημερινό αγώνα του συνειδητού τεχνίτη να δώσει θετικό νόημα και νέα μορφή στη διασπαστική, ασυνάρτητη εποχή μας». Αλλά δεν μπορεί να το καταφέρει αυτό δίχως αλήθειες. Πικρές αλήθειες, δηλαδή τις πιο αληθινές από τις αλήθειες μας:

Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!

Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κ’ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα.
Κ’ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»

Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο, ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κ’ οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,

κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.

Ο ποιητής ειρωνεύεται κι αποκαλύπτει λοιπόν. Την προδοσία της χούντας των υπερπατριωτών με τ άδεια καράβια και τα κασόνια γεμάτα πέτρες που πολλοί θέλουν ν αρνηθούν ή τόσο βολικά να ξεχάσουν. Την αναλγησία της πολιτικής αρχής της νεόκοπης τότε μεταπολίτευσης που μέσω του 1ου πρωθυπουργού της 3ης ελληνικής Δημοκρατίας διακήρυξε το 1974 ότι η Κύπρος, γη της θύμησης γη και του χρέους, είναι μακριά, την βόλεψη πίσω του όλων των ιδεολογιών κι όλων των χρωμάτων, που δήθεν αντιπολιτεύονταν ενώ στην πραγματικότητα συναινούσαν.

Αρπάζεται έτσι από τον Κάλβο και γράφει αυτό το σπαρακτικό δίστιχο:

Προς Κάλβο (για την Κύπρο)

Επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη»,

επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη».

Δεν υπάρχει κατασκευή της μνήμης που να μην μετέχει στο παρόν. Εάν, όπως σημειώνεται, μέσα από την γραφή μία κοινωνία σε μετάβαση διαπραγματεύεται συλλογικά της τραύματα ελπίδες και μνήμες, αναζητεί την ίδια στιγμή θεραπευτικές προσεγγίσεις για ένα μέλλον που φαντάζει πολύπλοκο όσο και το πρωτόφαντο –κατά πώς μας φαίνεται- παρόν. Τότε, ακόμη κι όταν γράφουμε για την «μνήμη των άλλων» αναζητούμε να δώσουμε «φωνή» στις δικές μας «μνήμες», και ανάμεσά τους στις δικές μας πληγές. Κι ίσως μέσα από αυτές τις δικές μας μνήμες, να προσεγγίζουμε ασφαλέστερα και τις «μνήμες των «άλλων».Ο Μόντης κάνει ακριβώς αυτό. Καταγράφει με βλέμμα άλλοτε πικρό κι άλλοτε τρυφερό και στρατόπεδο σίγουρο την ζωή και τον άνθρωπο. Και διαπραγματεύεται τις πληγές μας:

Είτε τις προσωπικές, όπως φαίνεται στο ποίημα «Ανθρώπινες ηδονές»

....φρόντισε να επικολλήσει ανταμοιβή

ακόμα και στα πιο ασήμαντα

που θα ´πρεπε να κάνουμε για να ζήσουμε,

κάποιον που ήξερε καλά

πόση εμπιστοσύνη θα μπορούσε να μας έχει

χωρίς αυτές τις ανταμοιβές.

Γράφει μιλώντας για τη μικροπρεπή φύση των ανθρώπων, κι αντικρίζοντας τον κόσμο δίχως ψευδαισθήσεις  γύρω του.

Είτε τις ιστορικές: όπως φαίνεται στο ποίημα: ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Αυτές οι φωτογραφιούλες ήταν απλώς
για να βγει το διαβατήριό τους
τότε που θα ‘φευγαν για σπουδές.
Πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της μάνας τους,
πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους,
τα χέρια της γυναίκας τους,
νάν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους;
Πού να φανταζόντουσαν να μην έβαζαν τουλάχιστο
έτσι στραβά το σκουφί να επιτείνει,
να μη χαμογελούσαν αυτό το χαμόγελο
να επιτείνει;(Ανθ. 101
)

Όμως ο ιδεαλιστής Μόντης έχει, έστω και διαισθητικά, την γνώση πως η ιδεαλιστική διαλεκτική, ακόμη κι όταν αντιστέκεται στην αναπαραγωγή ενός κυνικού κόσμου, γίνεται συχνά το εφαλτήριο για την αυτοπαραγωγή του απόλυτου στην ιστορία. Και γι' αυτό αποσυνδέει την υπαρκτή ελληνικότητα του από κάθε απόλυτο ιδεολογικό πρόσημο και, γυρίζοντας στον συνδεδεμένο άλλωστε  με το νησί του “παππού” Ευριπίδη, (και μιλάμε πρώτα και κύρια για πολιτιστική συνέχεια βεβαίως) ειρωνεύεται με πίκρα αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο βαρβάρων στον οποίον όλοι το παίζουν πολιτισμένοι και στον οποίον του έλαχε να ζει: 

Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη

κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;

Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;

ενώ στο ΜΝΗΜΕΙΑ ΗΡΩΩΝ γράφει ξεκάθαρα πόσο φοβάται, πόσο απέναντι είναι απέναντι σ αυτούς που χειραγωγούν, που εκμεταλλεύονται την γνήσια αγάπη για την γη σου:

Φοβάμαι την πραγματική πρόθεση
Φοβάμαι πως είν’ απλώς
Για να ενθαρρύνουμε κι άλλους να σκοτωθούν (Β, 639)

Ίσως γι’ αυτό, όπως έχει επισημανθεί: Το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Μόντη είναι η ποίηση των ταπεινών πραγμάτων. Minima άλλωστε και Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής ονομάζονται οι πρώτες του συλλογές. Ένα δέντρο, μια σειρά «σκουλήκια του Μαρτιού», ένας γρύλος, τ’ αγριόχορτα, ένα γατάκι σκοτωμένο στην άσφαλτο, (κι ο Μόντης αγαπούσε αυτό το τόσο παρεξηγημένο ζώο των ποιητών και των φιλοσόφων) τα παιδιά, προπάντων τα παιδιά και τα εγγόνια:

Καταργήστε τις γωνιές
να μην αποσύρονται τα παιδιά να κλαιν (Α, 187) τι εκπληκτικό δίστιχο!

Κι η Ποίηση; Μα είναι αυτή, ήταν αυτή, που τον βοήθησε να θέτει το ίδιο ερώτημα για την ισορροπία ανάμεσα στα φτερά, (μια ανάσα ο ουρανός και η έφοδος κοντά του), και στα βαριά νύχια, (μια ολόκληρη ζωή δεμένος να γρατζουνάς τη γη, και τον εαυτό σου).

Κάθισε πλάι μου ένας στίχος
και κάτι μου λέει στ’ αυτί και δεν καταλαβαίνω,
κάτι μου λέει (Α, 42)

Να θέτει το ίδιο ερώτημα για το ανέστιο, για την ετερότητα και τα όρια της, για την αντινομία και την αυτονομία του δικού μας σώματος και του πολιτικού. Για την ανάγκη να ξανασακαλίσεις τις σπηλιές όχι ως Μόντης μα ως Άνθρωπος. Απ’ την αρχή ή απ’ το Τέλος:

ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ
Όχι λουλούδια. Ένα φύλλο άσπρο χαρτί,
δυο φύλλα έτοιμο άσπρο χαρτί,
δυο φύλλα ανυπόμονο άσπρο χαρτί,
λαχταριστό άσπρο χαρτί. (Β, 595)

Γιατί η Ποίηση, ήταν αυτή, είναι αυτή, που όταν είναι έμπρακτη ιδίως, θα αποτελέσει κάποτε την πιο μεγάλη μας απολογία:

Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Και ν’ αποτύχει κατά κόσμον
εκεί θα μας λογαριαστεί.
Και ν’ αποτύχει κατά κόσμον
εκεί θα ‘ναι απ’ τα κυριότερα ελαφρυντικά μας (Γ, 1288).

«Ευλογημένη είναι η ανθρωπότητα που ο Θεός έδωσε σε μερικούς ανθρώπους την κατάρα να είναι ποιητές», έγραψε κάποτε ο Φράνκλιν Μουρ. Και αυτή η διατύπωση βρίσκει την δικαίωσή της στην  περίπτωση του Κώστα Μόντη, του σπουδαίου Κύπριου ποιητή το έτος του οποίου ίσως δεν τιμήσαμε όσο και όπως έπρεπε στην έτσι κι αλλιώς καθημαγμένη Ελλάδα.

(Ομιλία που δόθηκε υπό την Αιγίδα του Σπιτιού της Κύπρου και του Προξενείου της  Κυπριακής Δημοκρατίας στην Θεσσαλονίκη).

Η Επιλογή του Ποιητή σε σχέση με τα κεφαλαία ή τα πεζά στους τίτλους έχει διατηρηθεί.