ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΛΟΓΩ ΑΡΘΡΟΥ 86Η ΕΛΣΤΑΤ στην εισαγγελία του ΑΠ21/01/2012
Οι οικονομικοί εισαγγελείς κ.κ. Πεπόνης και Μουζακίτης
Με τελικό αποδέκτη τη Βουλή διαβιβάστηκε από τον οικονομικό εισαγγελέα στην εισαγγελία του Α.Π. ο φάκελος της ΕΛΣΤΑΤ.
Ο κ. Γρηγόρης Πεπόνης απέστειλε την δικογραφία προκειμένου να διερευνηθούν ενδεχόμενες ευθύνες του τέως πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και μελών της κυβέρνησής του.
Στο διαβιβαστικό του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο κ. Πεπόνης αναφέρει ότι «από το σύνολο του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού (μάρτυρες και έγγραφα) και ιδίως από μαρτυρικές καταθέσεις, προέκυψαν στοιχεία σχέσιν έχοντα με αξιόποινες πράξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών και πρόσωπα κατέχοντα συγκεκριμένες θέσεις στην κυβέρνηση της Ελλάδας».
Ο κ. Πεπόνης υποστηρίζει ότι σε πολλές από τις καταθέσεις που έλαβε «ρητώς γίνεται λόγος για διόγκωση και αυθαίρετο προσδιορισμό του δημοσίου ελλείμματος του 2009 αφενός και ύπαρξη συναφώς και αφετέρου ευθυνών του τότε πρωθυπουργού, μελών της τότε κυβέρνησης και των τότε αρμόδιων υπουργών Οικονομικών».
Στο πλαίσιο της έρευνας, ο κ. Πεπόνης είχε αποστείλει κλήση με την ιδιότητα του υπόπτου στον πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ, καθηγητή Ανδρέα Γεωργίου, από τον οποίο ωστόσο δεν έλαβε ανωμοτί κατάθεση.
Το διαβιβαστικό του κ. Πεπόνη, μαζί με την ογκωδέστατη δικογραφία, χρεώθηκε στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προϊστάμενο των οικονομικών εισαγγελέων Νίκο Παντελή, ο οποίος είναι και ο αρμόδιος για τη διαδικασία αποστολής της δικογραφίας στη Βουλή.
Το αίτημα του οικονομικού εισαγγελέα προκάλεσε την αντίδραση του υπουργού Περιβάλλοντος Γιώργου Παπακωνσταντίνου, καθώς και της ΕΛΣΤΑΤ.
Στο μεταξύ, ο αντεισαγγελέας του ΑΠ Φώτης Μακρής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς είχαν υποβάλει την παραίτησή τους λόγω της τροπολογίας σε νομοσχέδιο του ΥΠΟΙΚ, που προέβλεπε την αντικατάστασή τους από συναδέλφους τους, ανωτέρου βαθμού.
Υπογραμμίζει πάντως στην αναφορά του ότι οι δύο εισαγγελείς σε τρεις υποθέσεις, που χειρίζονται, δέχθηκαν παρεμβάσεις, όπως οι ίδιοι επικαλούνται, από πολιτικούς, συναδέλφους τους, δημοσιογράφο κ.λπ. χωρίς ωστόσο αυτές να συνιστούν «επιλήψιμες συμπεριφορές» ή «ποινικά αξιόλογες πράξεις».
Ωστόσο, σύμφωνα με την αναφορά, τις παρεμβάσεις αυτές, που «δεν προέρχονται από πρόσωπα που συνεργάσθηκαν υπηρεσιακά μαζί τους, αλλά από εξωθεσμικούς παράγοντες», οι κ.κ. Πεπόνης και Μουζακίτης δεν τις εξέλαβαν ως σοβαρές, αλλά ως «επουσιωδέστατες και αδιάφορες εκδηλώσεις», και «δεν τις έλαβαν καν υπόψη τους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους «ως ατελέσφορες».
Οι παρεμβάσεις έγιναν στις υποθέσεις των CDS, της λίστας μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου του πρώην υφυπουργού Οικονομικών Δ. Κουσελά και των καταγγελιών σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες σε τράπεζα.
Αναλυτικότερα, ως προς την υπόθεση των CDS, ο κ. Μακρής αναφέρει ότι οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς, τον Οκτώβριο του 2011, δέχθηκαν την παράκληση του υπουργού Δικαιοσύνης, Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, και του γενικού γραμματέα του ίδιου υπουργείου για «την όσο το δυνατόν σύντομη παράταση» της επίμαχης υπόθεσης. Το ίδιο, όμως, συνέστησαν στους κυρίους Πεπόνη και Μουζακίτη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Τέντες, και ο προϊστάμενός τους, αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Νικόλαος Παντελής. Οι δύο τελευταίοι συνέστησαν στους δύο οικονομικούς εισαγγελείς ότι πρέπει να επισπεύσουν τις οποιεσδήποτε εξετάσεις τους στην επίμαχη υπόθεση των CDS, λόγω της εξαιρετικής σημασίας της και της ευρείας δημοσιότητάς της. Επιπροσθέτως, ο κ. Τέντες συμβούλευσε τον κ. Πεπόνη να είναι προσεκτικός κατά την άσκηση των καθηκόντων του, γιατί οι έρευνές του έθιγαν οικονομικά συμφέροντα ή και πρόσωπα με επιρροή στη δημόσια και οικονομική ζωή της χώρας και οποιαδήποτε άστοχη ενέργειά του δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.
Αναφορικά με την υπόθεση της λίστας των 3.850 μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου, για την οποία είχε κάνει λόγο ο κ. Κουσελάς, ο κ. Μακρής, στην αναφορά του, επισημαίνει ότι ο κ. Πεπόνης μόλις έμαθε σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας. Για την ενέργειά του αυτή οι Ι. Τέντες και Ν. Παντελής εξέφρασαν επιφυλάξεις, εξηγώντας του ότι θα ήταν φρονιμότερο πρώτα να πάρει στα χέρια του τη λίστα των μεγαλοοφειλετών και ύστερα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση, με το επιχείρημα ότι υπάρχει η πιθανότητα η παραγγελία του αυτή κριθεί «πρόωρη».
Σε ό,τι αφορά στην υπόθεση της ελεγχόμενης Τράπεζας για οικονομικές ατασθαλίες, στην αναφορά του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επισημαίνει ότι στις 30.11.2011 τον κ. Πεπόνη επισκέφθηκε στο γραφείο του γνωστός και έγκριτος δημοσιογράφος και τον πληροφόρησε ότι «γνωστός μεγαλοοικονομικός παράγων τού εξέφρασε απειλές για το πρόσωπό του, εξαιτίας του ότι εκτυλίσσεται και εκκρεμεί στα χέρια του συγκεκριμένη προκαταρκτική εξέταση που άπτεται ευθέως του αντικειμένου της επαγγελματικής του δραστηριότητας», ενώ σύμφωνα με όσα ανάφερε ο κ. Μακρής, ο δημοσιογράφος μετέφερε στον κ. Πεπόνη ότι ήταν οργισμένος ο ελεγχόμενος από τον οικονομικό εισαγγελέα παράγοντας της Τράπεζας.
Στην αναφορά του ο αντεισαγγελέας του Α.Π. υπογραμμίζει ακόμη ότι «ο διοικητής της Υ/Δ Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛ.ΛΑΣ ήταν δικός του άνθρωπος (σσ. του μεγαλοοικονομικού παράγοντα) και παρακολουθούσε τις κινήσεις του (σσ. του κ. Πεπόνη) κατά πόδας». Παράλληλα, έγινε λόγος για παρακολούθηση των τηλεφώνων του κ. Πεπόνη. Ο τελευταίος, εκτίμησε το συγκεκριμένο περιστατικό ως ιδιαίτερα σοβαρό και το κοινοποίησε στους προϊσταμένους του και στον αρχηγό της ΕΛ.ΛΑΣ προς λήψη μέτρων για την προσωπική του ασφάλεια (αλλαγή υπηρεσιακού αυτοκινήτου κ.λπ.).
Ακόμη, για την υπόθεση της Τράπεζας αναφέρεται ότι τον Νοέμβριο του 2011 ο κ. Πεπόνης, ενώ βρισκόταν στο γραφείο του κ. Παντελή, τους επισκέφθηκε συνταξιούχος αρεοπαγίτης και ζήτησε πληροφορίες για την πορεία της προκαταρκτικής έρευνας για τις ατασθαλίες της Τράπεζας.
Σύμφωνα πάντως με τον κ. Μακρή, οι παρεμβάσεις που αναφέρουν οι κύριοι Πεπόνης και Μουζακίτης δεν συνιστούν ποινικά αξιόλογες πράξεις, ούτε καθ' οιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμες συμπεριφορές.
Ως εκ τούτου, ο αντεισαγγελέας του Α.Π. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραίτηση (αίτημα αντικατάστασης) των δύο οικονομικών εισαγγελέων αποτελεί «αυθόρμητη εκδήλωση της έντονης δυσαρέσκειάς τους από τη μελετώμενη νομοθετική κατάργησή τους, ότι είναι απότοκη της επαινετής ευαισθησίας τους στην προσήλωσή τους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και ότι δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε καμία ποινικώς αξιόλογη ή καθ' οιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμη σ' αυτούς παρέμβαση στο έργο τους».
Από την πλευρά του, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου έσπευσε να καταγγείλει ότι οι δύο εισαγγελείς «έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης με τις συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές τους», χαρακτηρίζοντας «ατεκμηρίωτες και ουσιαστικά αστήρικτες» τις καταγγελίες τους.