Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
Μια βόλτα στο τίποτα
Γράφει ο
Νίκος Γιαννιός

 

Τρεις εβδομάδες είναι η καραντίνα, είπα δεν θα βγω, θα διαβάσω. «Καταστροφές και θρίαμβοι» του συμπατριώτη μου καθηγητή Στάθη Καλύβα. Ενδοσκόπηση της Πατρίδας. Δώρο του φίλου μου του Μένιου, που τα πάμε μια Κυριακή μεσημέρι, με πρόσχημα το φαγητό. Διαβάζω κάθε πρωί, όση ώρα αντέχουν τα μάτια μου, με τον τελετουργικό καφέ. Μα σήμερα, είπα θα βγω να κάνω μια βόλτα.

Στην βιασύνη μου ξέχασα να πάρω άδεια από το τηλέφωνο, μα το θυμήθηκα όταν έφτασα στον Μπάτη κι έκατσα αμέσως στο παγκάκι να διορθώσω την αβλεψία μου, κι εκεί συνέβη το κακό. Δεν το θελα. Άρχισα να μετρώ διπλά, διερχόμενους και παραβατικούς. Αθλούμενοι και ποδηλάτες χωρίς μάσκα κι απ’ τους πεζούς ένας στους δύο, με την μάσκα στο σαγόνι στο χέρι, στην τσέπη ή με την μύτη έξω. Η ώρα περνούσε κι εγώ ασυναίσθητα μετρούσα: 135 στο σύνολο, 57 με μάσκα, μόλις 40%. Το ποσοστό της χαμένης ελπίδας.

Γιατί δεν φοράς μάσκα νεαρέ, είπα κάποια στιγμή σε ένα παλικάρι. Κι εσένα τι σε κόφτει ρε παππού, δεν κοιτάς τη δουλειά σου, εισέπραξα την ευγενική απάντηση του. Δεν έχει νόημα, δεν έπρεπε να μιλήσω. Άλλωστε δεν θα μπορούσα να κάνω παρατήρηση σε όλους. Στην ηλικία του, στο λεωφορείο σηκωνόμουν να προσφέρω την θέση μου στους μεγαλύτερους και όποτε το αμελούσα από αφηρημάδα, κοκκίνιζαν τα μάγουλά μου από ντροπή και τό νιωθα και ντρεπόμουν ακόμη περισσότερο.

Δεν είχε πολύ κόσμο, μα έπρεπε να κάνω ντρίπλες για να αποφύγω αυτούς που ήρχοντο κατ΄ ευθείαν επάνω μου κι έτσι απεφάσισα να ακολουθήσω τις γραμμές του ΤΡΑΜ, για να αποφύγω τις επαφές και τις συγκρούσεις.

Έφτασα μέχρι τον Άλιμο. Penarrubia: Ξανθιά ντροπή. Στα Ελληνικά, δεν του άρεσε του φίλου μου του Βλάση. Τι μανία κι αυτή με τα ξένα ονόματα, λες και η πιτσιρικαρία με το τηλέφωνο στο χέρι θα πάει πιο εύκολα σε ένα μαγαζί που δυσκολεύεται να προφέρει το όνομά του.

Στην επιστροφή στάθηκα και κοίταξα με περιέργεια, από την ανοικτή πόρτα μέσα στο παλιό βαγόνι, που κάποιος τοποθέτησε με διακοσμητική διάθεση ανάμεσα στις δυο γραμμές του ΤΡΑΜ έξω την Μαρίνα του Αλίμου και σήμερα σαπίζει από έλλειψη ενδιαφέροντος. Έχει στήσει σπιτικό κάποιος ευκατάστατος άστεγος, με την Γιαμάχα του παρκαρισμένη επιμελώς απ’ έξω. Τι κοιτάς ρε. Δεύτερη για σήμερα ευγενεστάτη προσφώνηση. Το χει η μέρα σκέφτηκα και προχώρησα, χωρίς να δώσω σημασία.

Κάθισα στο παγκάκι να ξεκουραστώ και κοίταξα απέναντι επιχειρώντας να αναθυμηθώ  τις όψεις των εστιατορίων, που έφαγα κάποτε παιδί, με τους γονείς μου. Ο Μαστροκώστας του Παυλίδη, ο Σαρωνικός των θείων του φίλου μου του Τζίμη, η Ψαρόβαρκα του Κόκκαλη και το Δίχτυ του Κακίτση. Πίσω μου το ΕΔΕΜ, είναι το μόνο που υπάρχει από εκείνη την όμορφη ρομαντική εποχή. Η εποχή της όμορφης φτώχιας, ψιθύρισα άθελά μου, της ζεστής γειτονιάς, της συμπαράστασης, της αγάπης.

Πέρασαν τρία ΤΡΑΜ άδεια. Ένα άχρηστο τραίνο που το είπαν ΤΡΑΜ κι εγώ σαν άλλος Κέες Πόπινγκα, τα βλέπω να περνούν. Άχρηστο, περνά στην άκρη της πόλης και δεν εξυπηρετεί τον χειμώνα παρά μόνον τις μικρές μετακινήσεις μεταξύ Αμφιθέας και Νέας Σμύρνης. Δεν βγάζει ούτε τα λειτουργικά του έξοδα, μπαίνει μέσα. Το ήξεραν ότι θα συμβεί εκείνοι που το έβαλαν με πρόσχημα τους επίσης άχρηστους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, εκείνους που γέννησαν την οικονομική κρίση που ακολούθησε.

Το καλοκαίρι γεμάτο τζαμπατζήδες λαθρομετανάστες, από αυτούς που μάζεψε με επιδοτούμενο αεροπορικό εισητήριο, από όλες τις Μουσουλμανικές χώρες ο Σουλτάνος Ταγίπ για να κατακτήσει την Ευρώπη. Αυτός ο δυστυχής συμφερτός, κατεβαίνει από τις ζέουσες τρώγλες που κατοικεί, στο εγκαταλελειμμένο από τους παλιούς κατοίκους του, κέντρο των Αθηνών, για να δροσιστεί και να πλυθεί στην ακτή του Φαλήρου. Στο μπαλκόνι των Αθηνών, όπως το αποκαλεί ο ΟΡΣΑ (Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών), στο οποίο, εκτός των λαθρομεταναστών, χειμάζουν άστεγοι και χειμερινοί κολυμβητές. 

Γύρισα σπίτι απογοητευμένος. Δεν ήταν πολλά αυτά που με ενόχλησαν στον σύντομο περίπατό μου, αλλά ήταν αρκετά για να προκαλέσουν σκέψεις. Μια βόλτα στο τίποτα σκέφτηκα. Ο άχρηστος χρόνος του Έθνους των Σελλών. Η παρακμή τά χει σαρώσει όλα: ήθος, ρυθμό ζωής, αισθητική, αξίες και αντ’ αυτών  αρπαχτές, ωχ αδερφέ, ιδεολογική σύγχυση, έλλειψη παιδείας, βαρβαρισμός και φασιστικός ξερολισμός,. Το μέλλον ζοφερό. Εκείνο των παιδιών μας.