Προληπτική λογοκρισία από την Επιτροπή Ανταγωνισμού21/01/2011
Γράφει η
Σοφία Βούλτεψη
Μέσα σε ένα γενικό κλίμα παρακμής, απαξίωσης και ακύρωσης κάθε αρχής (ακόμη και συνταγματικής), μερικές συμπεριφορές που κατάφωρα περιφρονούν και παραβιάζουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα περνούν εντελώς απαρατήρητες.
Θα μου πείτε τι περιμένετε από μια χώρα της οποίας οι ταγοί υπέγραψαν κείμενο (πείτε το δανειακή σύμβαση, πείτε το μνημόνιο), που προβλέπει τι ΘΑ ψηφίσει η Βουλή. Ένα κείμενο, δηλαδή, βάσει του οποίου οι εκπρόσωποι του έθνους δέχονται να αυτοκαταργηθούν – εν ονόματι, βέβαια, μιας κατάστασης που οι ίδιοι με πράξεις και παραλείψεις τους προκάλεσαν.
Από τη στιγμή που ψηφίστηκε η συγκεκριμένη παράγραφος, μπορούμε πλέον να τα περιμένουμε όλα. Κάθε μορφής γελοιοποίηση. Συμπεριλαμβανομένων και των διαφόρων πορισμάτων εξεταστικών επιτροπών όπου οι βουλευτές εν γνώσει τους έχασαν τον χρόνο τους κουβεντιάζοντας για παραγεγραμμένα αδικήματα, ενώ δεν βρήκαν το κουράγιο να ψηφίσουν όλοι μαζί – και οι 300 – την κατάργηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Αν και βέβαια γνωρίζουν πως ουδείς θα τους κατηγορούσε για… παραβίαση του Συντάγματος.
Όταν, λοιπόν, οι (υποτίθεται) θεματοφύλακες της δημοκρατικής νομιμότητας δέχονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την κατάργηση του Συντάγματος ή κρύβονται πίσω από τις πιο άθλιες διατάξεις του (που οι ίδιοι ψήφισαν), φυσικό είναι να ξεσαλώνουν οι πάντες.
Ακόμη και η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Τα μέλη της οποίας φαίνεται ότι παρεξήγησαν την φύση της ως «ανεξάρτητης αρχής» (άλλη πληγή και αυτή και μέσο αυτοκατάργησης της Βουλής) και φαντάστηκαν ότι μπορούν (και αυτοί) να παραβιάζουν άρθρα του Συντάγματος.
Παίρνω την αφορμή από την διένεξη της Επιτροπής με το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, αφού επέβαλε στο ΤΕΕ πρόστιμο 60.000 ευρώ (δεν μπαίνω στην ουσία του θέματος), θεώρησε ότι μεταξύ των μη χρηματικών ποινών που μπορεί να επιβάλει είναι και η… προληπτική λογοκρισία.
Θεώρησε, δηλαδή, ότι μπορεί (και αυτή) να παραβιάσει άρθρο του Συντάγματος (το 14), που προβλέπει ότι ο Τύπος είναι ελεύθερος, καθώς και ότι η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται.
Έτσι, μεταξύ άλλων, υποχρέωσε (λέμε τώρα) το ΤΕΕ να ενημερώσει τα μέλη του και το κοινό για την απόφασή της, με δημοσίευση στο Ενημερωτικό του Δελτίο και με ανάρτηση στην ιστοσελίδα του, αφού… θέσει προηγουμένως το σχετικό δελτίο υπόψη της Επιτροπής Ανταγωνισμού!
Ως γνωστόν, το Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ αποτελεί την ιστορική πλέον εφημερίδα του Επιμελητηρίου, η οποία έχει μεταφερθεί και στο Διαδίκτυο. Επομένως, είναι αδύνατον να υποχρεώσει κανείς κάποιον να δημοσιεύσει ένα κείμενο. Και πολύ περισσότερο, είναι αδύνατον να ζητήσει να διαβάσει το κείμενο προ της δημοσίευσης – κάτι που μόνο οι λογοκριτές της χούντας έκαναν.
Αυτό συνιστά προληπτική λογοκρισία. Το άρθρο 14 του Συντάγματος προβλέπει την δια του Τύπου επανόρθωση, αλλά μόνο σε περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμησης, χωρίς αυτό όμως να είναι υποχρεωτικό εκ μέρους του εντύπου. Αν θέλει – και αν πιστεύει ότι πράγματι ένα δημοσίευμα έβλαψε την τιμή και την υπόληψη του διαμαρτυρόμενου – το κάνει. Αν δεν θέλει, δεν το κάνει και η συνέχεια δίνεται στο δικαστήριο.
Επίσης, η δημοσίευση επανόρθωσης αποτελεί μέσο απονομής ηθικής ικανοποίησης, προκειμένου ο θιγόμενος να μην αναζητήσει την δικαίωσή του στα δικαστήρια. Οπότε (με την δημοσίευση) η υπόθεση λήγει εκεί και δεν ζητείται χρηματική αποζημίωση. Και αυτό, μόνο αν το δέχεται ο θιγόμενος. Δεν μπορεί δηλαδή ένα μέσο να συκοφαντεί και μετά μονομερώς να ζητά συγγνώμη (διότι, ως γνωστόν, από τότε που βρέθηκε η συγγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υφίσταται θέμα συκοφαντικής δυσφήμησης. Πρόκειται για επιβολή προστίμου, συνεπεία κάποιας παραβίασης. Επιπλέον, ακόμη και αν το ΤΕΕ δεχόταν να παραβιάσει το άρθρο 14 του Συντάγματος και να δημοσιεύσει το (καθ’ υπόδειξιν και λογοκριμένο) κείμενο, αυτό δεν θα οδηγούσε σε άρση του προστίμου.
Προφανώς η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει μπερδέψει τον ρόλο της με αυτόν του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Το οποίο επίσης είναι ανεξάρτητη αρχή. Δεν έχει, όμως, δικαιοδοσία στον γραπτό Τύπο, αλλά μόνο στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Διότι ειδικά για αυτά ισχύει το άρθρο 15 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «οι προστατευτικές για τον Τύπο διατάξεις του προηγουμένου άρθρου (σ.σ. του άρθρου 14) δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης…».
Η υπαγωγή στον άμεσο έλεγχο του κράτος του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά για να λειτουργήσουν κάνουν χρήση συχνοτήτων, εναέριων δηλαδή οδών, που ανήκουν στο Κράτος. Έτσι, το ΕΣΡ – και μόνο αυτό και μόνο στην περίπτωση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων – δικαιούται μεταξύ των ποινών να επιβάλει να ανάρτηση μιας απόφασής τους στην οθόνη της τηλεόρασης ή ως ηχητική μετάδοση από το ραδιόφωνο.
Για μια επιτροπή όπως αυτή του Ανταγωνισμού, της οποίας τα μέλη είναι επιστήμονες και ο Πρόεδρος πρώην ανώτερος δικαστής, αυτά όφειλαν να είναι αυτονόητα και γνωστά.
Επειδή θεωρώ αδιανόητο να μην τα γνωρίζουν και σε συνδυασμό με την σοβούσα σύγκρουση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με το υπουργείο Ανάπτυξης λόγω σχετικών με την λειτουργία της διατάξεων στον υπό ψήφιση αναπτυξιακό νόμο, μπαίνω σε πονηρές σκέψεις.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαφωνεί με το νομοσχέδιο, υποστηρίζοντας ότι περιορίζει την ανεξαρτησία της, καθώς η κυβέρνηση αποκτά το δικαίωμα να αναμιγνύεται στις υποθέσεις που εξετάζει και δικαίωμα πρόσβασης στα απόρρητα αρχεία της. Έχουν δίκιο και γι’ αυτό προκλήθηκε η παρέμβαση της ευρωπαϊκής υπηρεσίας για τον ανταγωνισμό (θυμηθείτε τον Βασικό Μέτοχο).
Με βάση τα ανωτέρω, μπορεί επομένως να συμβαίνουν δύο τινά:
Είτε η Επιτροπή Ανταγωνισμού θέλει να δώσει την ευκαιρία να αλλάξει το καθεστώς της ανεξαρτησίας της (αν και δημοσίως διαμαρτύρεται), προσφέροντας στην κυβέρνηση τα αναγκαία επιχειρήματα.
Είτε θέλει να επιδείξει την απαραίτητη νομιμοφροσύνη, ώστε να διατηρηθεί η κατ’ επίφασιν ανεξαρτησία, στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα πως, όποτε χρειάζεται, θα γίνεται αρωγός στα σχέδια της εκάστοτε κυβέρνησης.
Αυτό το τελευταίο ενισχύεται και από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη απόφαση – μαζί με ποινές, προληπτικές λογοκρισίες κλπ. – αν και έχει ληφθεί εδώ και έναν μήνα, δημοσιοποιείται (και επιβάλλεται με τον τρόπο που στηλιτεύσαμε η δημοσιοποίησή της) ακριβώς την στιγμή που οι μηχανικοί αρχίζουν τις κινητοποιήσεις τους αντιδρώντας στο «άνοιγμα» του επαγγέλματός τους.
Έτσι, ηθελημένα ή όχι, η Επιτροπή Ανταγωνισμού παίρνει μέρος στο επικοινωνιακό παιχνίδι δυσφήμησης, στα μάτια της κοινής γνώμης, μιας κατηγορίας επαγγελματιών. Ακόμη και με παραβίαση του προστατευτικού για τον Τύπο άρθρου του Συντάγματος.