Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Τα πρώτα αεροπλανοφόρα Β' ΜΕΡΟΣ
19/11/2020

 

Γράφει ο Γιάννης Τερνιώτης

 

 

 

Στην Ευρώπη, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, προσπαθώντας να καλύψει τις ανάγκες του σε σκάφη φορείς υδροπλάνων προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή των εχθρικών Zeppelin στράφηκε στην επιστράτευση εμπορικών επιβατικών σκαφών. Τα τρία πρώτα που επελέγησαν με γνώμονα τη μεγάλη ταχύτητα που μπορούσαν να αναπτύξουν ήταν τα επιβατικά πλοία “Empress”, “Engadine” και “Riviera” τα οποία εκτελούσαν μέχρι τότε δρομολόγια στη Μάγχη. Τα σκάφη αυτά τροποποιήθηκαν εύκολα και σύντομα για την εκτέλεση των νέων τους καθηκόντων, με τη προσθήκη υποστέγων και γερανών, κανένα τους όμως δεν ήταν ικανό να εξαπολύσει τα υδροπλάνα που έφερε εν κινήσει. Η πρώτη αποστολή που ανατέθηκε στα τρία πλοία, συνδυάστηκε με τις επιδρομές βομβαρδισμού που άρχισαν οι Βρετανοί στα τέλη του 1914, εναντίον των βάσεων των Zeppelin στο εσωτερικό της Γερμανίας. Οι δύο πρώτες επιδρομές πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο εναντίον της Κολωνίας και του Ντύσελντορφ και τον Νοέμβριο εναντίον του Φρήντριχσχάφεν από αεροσκάφη του Βρετανικού Ναυτικού τα οποία επιχείρησαν για το σκοπό αυτό από αεροδρόμια στην περιοχή της Αμβέρσας. Παρά τη σχετική επιτυχία των αποστολών αυτών, η απειλή των εχθρικών αεροπλοίων που επιχειρούσαν από βάσεις στη βόρεια Γερμανία, έξω από την ακτίνα δράσης των βρετανικών αεροσκαφών, εξακολουθούσε να υφίσταται. Τα χαράματα της ημέρας των Χριστουγέννων του 1914, το “Empress”, το “Engadine” και το “Riviera”, προσέγγισαν σε απόσταση 20 km από τις ακτές της Ελιγολάνδης. Πριν ακόμα ξημερώσει, τα επτά υδροπλάνα της RNAS, εξοπλισμένα με βόμβες, καθελκύσθηκαν στη θάλασσα και πέταξαν εναντίον της ναυτικής βάσης του Κουξχάφεν. Τρία από τα υδροπλάνα επέστρεψαν και τα πληρώματά τους ανέφεραν ότι τα υπόστεγα των Zeppelin ήταν αθέατα λόγω της πυκνής νέφωσης που επικρατούσε. Τα υπόλοιπα τέσσερα, μη μπορώντας να πλήξουν τα αερόπλοια, πραγματοποίησαν με χαμηλές διελεύσεις αναγνώριση των εγκαταστάσεων και των αγκυροβολίων του γερμανικού στόλου και εξαπέλυσαν τις βόμβες τους εναντίον πλοίων και στις αποβάθρες του λιμανιού.

 

Στο μεταξύ τα βρετανικά αεροπλανοφόρα είχαν επισημανθεί από δύο Zeppelin που περιπολούσαν, τα οποία επιτέθηκαν και άρχισαν να εξαπολύουν εναντίον τους βόμβες. Αντιμετωπίζοντας την απειλή μιας καταστροφής, οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη Βόρεια Θάλασσα, αφήνοντας την ευθύνη της περισυλλογής των τεσσάρων υδροπλάνων που δεν είχαν επιστρέψει ακόμα σε βρετανικά υποβρύχια που περιπολούσαν στην περιοχή. Πράγματι, τα πληρώματα τριών υδροπλάνων που έσπευσαν στη θαλάσσια περιοχή απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, παραλήφθηκαν από το υποβρύχιο Ε11, ενώ ένα τέταρτο, από ένα ολλανδικό αλιευτικό σκάφος.

 

Παρά τα πενιχρά αποτελέσματα της αποστολής αυτής, η επίδειξη των δυνατοτήτων της ναυτικής αεροπορίας, αναπτέρωσε τις βρετανικές προσπάθειες για την εξέλιξη πλοίων φορέων υδροπλάνων. Κατά τους επόμενους μήνες, τρία ακόμα μεγαλύτερα επιβατικά πλοία, το “Manxman” το “Vindex” και το “Ben my Chree” μετατράπηκαν ανάλογα με τις ανάγκες του πολέμου. Τα σκάφη αυτά μαζί με το μόλις ολοκληρωμένο “Ark Royal”, εστάλησαν το 1915 στη Μεσόγειο για να υποστηρίξουν τις συμμαχικές αποβάσεις στην Καλλίπολη. Το “Ark Royal” ήταν το μεγαλύτερο βρετανικό υδροπλανοφόρο της εποχής εκείνης, ικανό να φέρει τα υδροπλάνα τύπου Short S 184, τα οποία μπορούσαν αν εξαπολύσουν αεροτορπίλες των 14 in. Λόγω, όμως, της μικρής ταχύτητας των 10 kts που μπορούσε να αναπτύξει, το πλοίο κρατήθηκε στη δεύτερη γραμμή των επιχειρήσεων, προστατευμένο από τις επιθέσεις των γερμανικών υποβρυχίων που δρούσαν στο Αιγαίο. Έτσι, με τα άμεσα καθήκοντα των επιχειρήσεων υδροπλάνων επιφορτίστηκε το ταχυκίνητο πρώην επιβατικό “Ben my Chree”. Στις 12 Αυγούστου 1915, ένα S-184 από το πλοίο αυτό βύθισε με την τορπίλη που εξαπέλυσε ένα τουρκικό μεταγωγικό σκάφος. Αυτή ήταν η πρώτη επίθεση αεροτορπιλισμού εχθρικού πλωτού στόχου που πραγματοποιήθηκε παγκοσμίως. Πέντε ημέρες αργότερα, δύο άλλα S-184 επιτέθηκαν και βύθισαν με τον ίδιο τρόπο ένα τουρκικό πλοίο εφοδιασμού και ένα ρυμουλκό.

 

Μέχρι τα τέλη του 1915 τα υδροπλάνα που επιχειρούσαν από τα πλοία φορείς, ανελάμβαναν αποστολές αεροαναγνώρισης, βομβαρδισμού στόχων ξηράς, υποστήριξη αμφιβίων επιχειρήσεων και βύθιση εχθρικών σκαφών. Το επόμενο έτος, τα βρετανικά υδροπλάνα συνέβαλαν με τη δράση τους στην επιτυχία του Βασιλικού Ναυτικού στη ναυμαχία της Γιουτλάνδης, όταν στις 31 Μαΐου 1916 ένα αναγνωριστικό Short από το “Engadine” επεσήμανε πρώτο τον επερχόμενο εχθρικό στόλο. Το 1916 καθώς συνεχίζονταν οι επιδρομές των γερμανικών αεροπλοίων εναντίον της Βρετανίας, ακολουθώντας για λόγους ασφαλείας διαδρομές πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα, ήταν φανερό στους Βρετανούς επιτελείς ότι τα υδροπλάνα δεν ήταν ικανά να αναχαιτίσουν τη θανάσιμη απειλή. Αυτή τη φορά, η προσοχή στράφηκε στα μικρά, ευέλικτα και γρήγορα καταδιωκτικά, που εμπλέκονταν σε μεγάλους αριθμούς σε σκληρές αερομαχίες πάνω από τα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου. Για τη χρησιμοποίησή τους προτάθηκε η μετατροπή σκαφών μεγάλου εκτοπίσματος, χωρίς να διαθέτουν θωράκιση (για να έχουν αυξημένη ταχύτητα), με την αφαίρεση μερικώς ή ολικώς τμημάτων της υπερκατασκευής τους και των πύργων πυροβόλων και την αντίστοιχη τοποθέτηση επιπέδων καταστρωμάτων απο-προσνήωσης αεροσκαφών.

 

Η πρώτη μεγάλη ανάλογη μετατροπή που μελετήθηκε αφορούσε το υπερωκεάνιο “Campania”, του οποίου ο αριθμός των τεσσάρων καπνοδόχων που διέθετε μειώθηκε σε δύο για να αυξηθεί το μήκος του οπίσθιου καταστρώματος αεροσκαφών. Η δεύτερη μετατροπή πραγματοποιήθηκε στο μισοναυπηγημένο επιβατικό “Conte Rosso”, οι εργασίες στο οποίο είχαν σταματήσει με την έναρξη του πολέμου και το Ναυαρχείο επρόκειτο να ολοκληρώσει με την ονομασία HMS “Argus”. Παράλληλα οι Βρετανοί πρωτοπόροι στις προσπάθειες για τη δημιουργία αεροπλανοφόρων, υπό τη μορφή και τις επιχειρησιακές ιδιότητες αυτών που χρησιμοποιήθηκαν δύο δεκαετίες αργότερα, προχώρησαν στη ναυπήγηση ενός πρωτοποριακού σκάφους, του HMS “Furius”. Αρχικά επρόκειτο να ναυπηγηθεί ως ελαφρύ καταδρομικό μάχης, με κύριο οπλισμό δύο πυροβόλων 18in, ανά ένα σε εμπρόσθιο και οπίσθιο πύργο. Στις αρχές του 1917 αποφασίστηκε η μη τοποθέτηση του εμπρόσθιου πύργου οπλισμού και κατασκευάστηκε ένα πρωραίο κατάστρωμα αεροσκαφών μέχρι τη γέφυρα του σκάφους, στη βάση του οποίου κατασκευάστηκε υπόστεγο για τη φύλαξη και συντήρησή τους.

 

Με την ένταξή του στο Βρετανικό Στόλο τον Απρίλιο του 1917, το “Furius” αποτέλεσε το μεγαλύτερο σκάφος του είδους παγκοσμίως. Τις πρώτες δοκιμές απο-προσνηώσεως από το κατάστρωμά του πραγματοποίησε ο πλωτάρχης της RNAS Ε. Ντάνινγκ, ο οποίος χειριζόταν ένα μικρό καταδιωκτικό αεροσκάφος Sopwith Pup. Οι δοκιμές αυτές θα πραγματοποιούντο με το αεροπλανοφόρο εν κινήσει προς την κατεύθυνση του ανέμου. Όμως, επειδή στο κατάστρωμα του πλοίου δεν είχαν τοποθετηθεί συρματόσχοινα ανάσχεσης, αναρτήθηκαν σχοινιά με χειρολαβές, σε διάφορα σημεία της ατράκτου και των πτερύγων του Pup, από τα οποία μία ομάδα ανδρών του πληρώματος θα περίμενε για να “αρπάξει” και να συγκρατήσει το αεροσκάφος μετά την προσνήωσή του! Στις 2 Αυγούστου 1917, ο Ντάνινγκ πραγματοποίησε την πρώτη επιτυχημένη προσνήωση στο κατάστρωμα του πλοίου. Αλλά δύο ημέρες αργότερα ήλθε η καταστροφή. Σε μία επανάληψη των δοκιμών, λόγω θραύσης του δεξιού ελαστικού του συστήματος προσγείωσης, το αεροσκάφος εξετράπη από την πορεία του και πριν προλάβει να το συγκρατήσει το πλήρωμα, έφυγε από το κατάστρωμα και έπεσε στη θάλασσα, όπου ο χειριστής του βρήκε τον θάνατο.

 

Παρά την αποτυχία τους, οι δοκιμές απέδειξαν ότι ήταν δυνατές οι απονηώσεις και προσνηώσεις από το κατάστρωμα ενός αεροπλανοφόρου εν πλω (προφανώς με διαφορετικό τρόπο ανάσχεσης των αεροσκαφών- αφού εκείνη την εποχή τα συστήματα προσγείωσης δεν διέθεταν ακόμα μηχανικές ή υδραυλικές τροχοπέδες). Ως πρωτοπόροι πάντοτε οι Βρετανοί προχώρησαν χωρίς χρονοτριβή στην επίσπευση των εργασιών ναυπήγησης του αεροπλανοφόρου “Argus”, το οποίο παραδόθηκε για δοκιμές στις αρχές του 1918. Το “Argus” θα ήταν το πρώτο αεροπλανοφόρο με επίπεδο κατάστρωμα, σε όλο το μήκος του σκάφους του. Την ίδια χρονική περίοδο το “Furious” επέστρεψε στο ναυπηγείο, με εντολή να τοποθετηθεί ένα συμπληρωματικό οπίσθιο κατάστρωμα πίσω από τη γέφυρα και τη καπνοδόχο, για τις προσνηώσεις των αεροσκαφών. Όταν όμως επέστρεψε στο στόλο τον Μάρτιο του 1918, αποδείχτηκε ότι η χρησιμοποίηση αυτού του καταστρώματος ήταν πρακτικά αδύνατη, λόγω των αναταράξεων στον αέρα που δημιουργούσε η υπερκατασκευή του πλοίου όταν ήταν εν πλω, πλέοντας αντίθετα στον άνεμο.

 

Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του 1917 το Βρετανικό Ναυαρχείο προχώρησε ακόμα περισσότερο αναστέλλοντας την ναυπήγηση ενός θωρηκτού για λογαριασμό της Χιλής και διατάσσοντας τη μετατροπή του σε αεροπλανοφόρο. Το αποτέλεσμα αυτής της μετατροπής ήταν το HMS “Eagle”, το οποίο εφοδιάστηκε με επίπεδο κατάστρωμα σε όλο το μήκος του. Η κατασκευή τέτοιου είδους καταστρώματος, όπως άλλωστε και στο “Argus”, παρείχε μεγάλες ευκολίες στα αεροσκάφη που το χρησιμοποιούσαν, αλλά δημιουργούσε παράλληλα μεγάλα προβλήματα στην ίδια τη σχεδίαση του πλοίου, στις λειτουργίες και στον τρόπο διακυβέρνησής του καθώς η γέφυρα του πλοίου έπρεπε να εγκατασταθεί κάτω από το επίπεδο του καταστρώματος, ενώ οι καπνοδόχοι και οι ιστοί των κεραίων ασυρμάτου σε οριζόντια θέση, πλευρικά του σκάφους. Λύση στα προβλήματα αυτά, έδωσε η μελέτη του πλωτάρχη Χ. Ουίλιαμσον που υποβλήθηκε στο Βρετανικό Ναυαρχείο από το καλοκαίρι του 1917. Σύμφωνα με αυτή, οι βασικές εγκαταστάσεις ελέγχου του πλοίου και οι καπνοδόχοι, προβλέπονταν να κατασκευαστούν σε υπερκατασκευή τοποθετημένη σαν νησίδα στο άκρο του καταστρώματος, έτσι ώστε να μην εμποδίζεται η δραστηριότητα των αεροσκαφών. Παρά το γεγονός ότι η λύση αυτή ήταν συμβατή και αποδεκτή από τους αεροπόρους και τους ναυπηγούς, εφαρμόστηκε με καθυστέρηση σε ανάλογες τροποποιήσεις στα αεροπλανοφόρα “Eagle” και στο “Hermes”(το οποίο ναυπηγήθηκε το 1918) κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

 

Αναπόφευκτα οι βρετανικοί πειραματισμοί όσον αφορά τη ναυπήγηση των αεροπλανοφόρων, συνέβαλαν στην καθυστέρηση ένταξης σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ των “Argus”, “Eagle” και του “Hermes”. Από το “Furius” που ήταν διαθέσιμο για τις επιχειρήσεις του Στόλου, στις 19 Ιουλίου 1918, έξι μαχητικά Sopwith Camel απονηώθηκαν για την εκτέλεση μια επιδρομής εναντίον της γερμανικής βάσης αεροπλοίων στο Τόντερν του Σλέσβιγκ. Από τις βόμβες που εξαπέλυσαν καταστράφηκαν δύο Zeppelin και ένα μικρότερο αερόστατο, αλλά μόνο δύο από τα αεροσκάφη επέστρεψαν και προσθαλασσώθηκαν δίπλα σε ένα βρετανικό αντιτορπιλικό. Ένα Camel εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη, ενώ τρία άλλα προσγειώθηκαν σε έδαφος της Δανίας.

 

Παρόλα αυτά, στις επιχειρήσεις αναδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό η αξία της χρησιμοποίησης των αεροσκαφών (έστω και εφοδιασμένων με πλωτήρες) από τα πολεμικά σκάφη σε καθήκοντα αεροαναγνώρισης, ανθυποβρυχιακής περιπολίας και επιθέσεων εναντίον στόχων στη θάλασσα, στη ξηρά και στον αέρα. Για το λόγο αυτό, τη διετία 1916-1918, αρκετά από τα μεγάλα πολεμικά σκάφη των εμπολέμων εφοδιάστηκαν με υδροπλάνα, καταπέλτες και γερανούς για τη χρήση τους. Στις 21 Αυγούστου 1917, ένα Sopwith Pup εφοδιασμένο με πλωτήρες που εξαπολύθηκε από το καταδρομικό HMS “Yarmouth”, κατεδίωξε και κατέρριψε το Zeppelin L 22. Μέχρι το τέλος του πολέμου, στο Βρετανικό Ναυτικό υπηρετούσαν 100 υδροπλάνα σε διάφορα πολεμικά σκάφη, εκτός των αεροπλανοφόρων.

 

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

 

Η διακοπή των εξοπλισμών που σήμανε το τέλος του Α΄ΠΠ για τους Βρετανούς, έδωσε τη σκυτάλη για την εξέλιξη στη ναυπήγηση των αεροπλανοφόρων στους Αμερικανούς και στους Ιάπωνες. Καθώς δεν υπήρχε πλέον βιασύνη λόγω του τερματισμού του πολέμου, η σχεδίαση των ανάλογων σκαφών γινόταν με γνώμονα τα συμπεράσματα από την επιχειρησιακή χρησιμοποίησή τους από τους Βρετανούς, οι οποίοι ήταν μέχρι τότε οι πρωτοπόροι του είδους. Το Μάρτιο του 1920, οι Αμερικανοί προχώρησαν στην απόκτηση ενός πειραματικού αεροπλανοφόρου, μετά από μετατροπές και προσθήκη πλήρους καταστρώματος αεροσκαφών πάνω από το σκάφος του ταχυκίνητου ατμόπλοιου “Jupiter”, δημιουργώντας το πρώτο αεροπλανοφόρο του στόλου, το USS “Langley” (CV1). Σύντομα ακολούθησε η ναυπήγηση δύο ακόμα αεροπλανοφόρων μέχρι το 1928 ( USS “Lexington” και USS “Saratoga”), που έμειναν στην ιστορία με τη δράση τους στον επόμενο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Ιάπωνες με τη σειρά τους, ενέταξαν στη δύναμη του Αυτοκρατορικού Ναυτικού το 1922 το αεροπλανοφόρο “Hosho”, το οποίο, παρά το εξ ολοκλήρου επίπεδο κατάστρωμα που διέθετε, το σκάφος του βασιζόταν σε σχεδίαση καταδρομικού.

 

Παρόλα αυτά, κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, τα θωρηκτά εξακολουθούσαν να υπερτερούν ανάμεσα στους στόλους των ναυτικών δυνάμεων, με συνεχή αύξηση του διαμετρήματος των βαρέων πυροβόλων που έφεραν. Τότε, όμως, μία διεθνής διπλωματική κίνηση, έθεσε περιορισμούς στη ναυπήγηση των μεγάλων πολεμικών σκαφών. Σύμφωνα με τους όρους της Ναυτικής Συνθήκης της Ουάσιγκτον το 1922, τα θωρηκτά και καταδρομικά δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν το εκτόπισμα των 27.000t ανά σκάφος, χωρίς όμως σαφή όρια για τα αεροπλανοφόρα (αρκεί να μην ήταν εξοπλισμένα με πυροβόλα μεγαλύτερα των 8 in και με μέγιστο αριθμό τα 10). Ως συνέπεια αυτού αρκετά θωρηκτά ή καταδρομικά μάχης υπό ναυπήγηση ή νεότευκτα, άρχισαν να μετατρέπονται σε αεροπλανοφόρα. Έτσι, μετά την τελική μετατροπή του HMS “Furius” με πλήρες επίπεδο κατάστρωμα σε όλο το μήκος του, το βρετανικό ναυτικό απέκτησε δύο αδελφά σκάφη τα αεροπλανοφόρα HMS “Glorius” και το HMS “Courageous”. Με ανάλογο τρόπο προστέθηκαν στο ιαπωνικό οπλοστάσιο δύο νέα σκάφη το “Kaga” και το “Akagi”.

 

Μέχρι τη δεκαετία του 1930, από τα αεροπλανοφόρα επιχείρησαν τρία βασικά είδη αεροσκαφών. Τα τορπιλοπλάνα, τα οποία μπορούσαν να πραγματοποιήσουν επιπλέον συμβατικούς βομβαρδισμούς και αεροαναγνώριση, τα βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμισης με παράλληλα καθήκοντα αναγνώρισης, και τα καταδιωκτικά που προστάτευαν το αεροπλανοφόρο και τα πλοία συνοδεία από επιθέσεις και συνόδευαν ακόμα τα βομβαρδιστικά/τορπιλοπλάνα στις αποστολές τους. Λόγω του περιορισμένου χώρου των αεροπλανοφόρων, τα αεροσκάφη αυτά ήταν μικρά, μονοκινητήρια και διέθεταν αναδιπλούμενες πτέρυγες για να μετακινούνται εύκολα στα καταστρώματα και προς το υπόστεγο του πλοίου με τους ανυψωτήρες.

 

Παρά τις μικρές επιτυχίες που σημείωσαν στον Α’ΠΠ λόγω της αργοπορημένης ναυπήγησης και της χρησιμοποίησής τους, τα αεροπλανοφόρα που υπηρέτησαν κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ που ακολούθησε, καθιερώθηκαν με τη δράση και τα επιτεύγματά τους στις επιχειρήσεις που ανέλαβαν. Σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις (την βρετανική επιδρομή στον Τάραντα, την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και την αμερικανική νίκη στην αεροναυμαχία του Μίντγουέϊ), τα αεροσκάφη των ναυτικών αεροπορικών δυνάμεων κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν με τις επιθέσεις τους σημαντικές ναυτικές μονάδες των αντιπάλων τους και άλλαξαν την πορεία και την εξέλιξη του πολέμου σε διάφορα μέτωπα των επιχειρήσεων ανά τον κόσμο.

 

ΠΗΓΗ: Περί Αλός https://perialos.blogspot.com/2020/11/blog-post_14.html

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1) Roger Chesneau: AIRCRAFT CARRIERS OF THE WORLD. 1914-PRESENT, Naval Institute Press, Annapolis MD, 1984.

 

2) Michael and Gladys Green: AIRCRAFT CARRIERS, Metrobooks, USA, 2000.

 

3) Tom Clancy: CARRIER, A GUIDED TOUR OF AN AIRCRAFT CARRIER, Berkeley Books, New York, 1999.

 

4) Antony Preston: CARRIERS, Gallery Books, New York, 1993.

 

5) Walter A. Musciano: WARBIRDS OF THE SEA, A HISTORY OF AIRCRAFT CARRIER AND CARRIER BASED AICRAFTS, Schiffer Publishing, USA, 1994.

 

6) Διαδίκτυο.

https://perialos.blogspot.com/2020/11/blog-post_14.html