Κατά την επέτειο της Γερμανικής επιθέσεως της 6ης Απριλίου 1941 για την κατάληψη της Ελλάδας, γίνονται κάθε χρόνο τυπικές αναφορές, που δυστυχώς θίγουν εν πολλοίς μόνο επιφανειακά τα ιστορικά πράγματα και αποφεύγουν ηθελημένα ή αθέλητα να τονίσουν τα σημαντικά περιστατικά, για τα οποία δικαιούμεθα να αισθανόμαστε υπερήφανοι. Έτσι πολλοί νεώτεροι όχι μόνο δεν έχουν καλοκαταλάβει το τι αξιομνημόνευτο επιτέλεσε η μικρή Ελλάδα τότε, αλλά συγχέουν τα γεγονότα και ασφαλώς δεν διδάσκονται από το μεγαλείο της ηρωικής εκείνης περιόδου.
Σκοπός αυτής της συνοπτικής αναφοράς στην εν λόγω επέτειο, είναι να συνοψισθούν και προβληθούν τα σημαντικότερα από τα ιστορικά στοιχεία, που την κάνουν να ξεχωρίζει και δικαιολογούν τα εγκώμια των ξένων γιά την Ελλάδα.
Την 6η Απριλίου 1941 η Ελλάδα πολεμώντας γενναία και ουσιαστικά μόνη ήδη επί πεντάμηνο, είχε νικήσει την Ιταλία που της είχε επιτεθεί την 28η Οκτωβρίου 1940. Παρά ταύτα δεν δίστασε κουρασμένη από την μακρότερη κάθε άλλης Ευρωπαϊκής χώρας άμυνα, να επαναλάβει στην Γερμανία, που ήλθε να προστεθεί στις δυνάμεις του επιτιθέμενου Άξονα, ένα υπερήφανο ξανά ΟΧΙ! Να θυμηθούμε ότι την μεγαλύτερη διάρκειας άμυνα 45 μόλις ημερών είχε αντιτάξει η κραταιά Γαλλία. Τα δε άλλα κράτη της Ευρώπης είχαν ήδη μέχρι τότε καταρρεύσει σε λίγες ημέρες, ακόμη και ώρες, ή είχαν προσχωρήσει αμαχητί στον Άξονα.
Τι έκανε το Χίτλερ να διατάξει αυτή την επίθεση κατά της Ελλάδας και τι του κόστισε αυτή η απόφαση; Τρεις ήταν οι βασικές αιτίες, που κορυφώθηκαν τον Μάρτιο και ωδήγησαν στην ταυτόχρονη Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1941:
1) Είχε αποτύχει και η τελευταία μεγάλη Ιταλική ανοιξιάτικη Επίθεση “Primavera”, που είχε επιμελημένα προετοιμάσει ο ίδιος ο Μουσολίνι με την προσωπική παρουσία του στη Αλβανία και κατόπιν αυτού ο Ντούτσε είχε επιστρέψει ηττημένος στη Ρώμη. 2) Είχαν αρχίσει να αποβιβάζονται στην Ελλάδα κατά πανηγυρικό τρόπο μικρές Βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που δεν επαρκούσαν ώστε να συμβάλλουν ουσιαστικά στην Ελληνική άμυνα και γι’ αυτό τις είχε αρνηθεί όσο ζούσε ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς. Αυτές οι δυνάμεις απέβλεπαν κυρίως στο να τονώσουν το ηθικό της Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας, στην προσπάθεια να μην συνταχθούν με τη Γερμανία. Η εμφάνισή τους σε Ελληνικό έδαφος, προκάλεσε φυσικά τον Χίτλερ. 3) Η Γιουγκοσλαβία που αρχικά προσχώρησε στον Άξονα, δύο ημέρες αργότερα μεταπήδησε στο Συμμαχικό στρατόπεδο.
Το βαρύτατο κόστος της Βαλκανικής εκστρατείας γιά τον Χίτλερ ήταν η απόσπαση σ’ αυτή του ενός περίπου τρίτου των δυνάμεων στρατού, αρμάτων μάχης και πολεμικών αεροπλάνων που είχε συγκεντρώσει και προόριζε γιά την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενώσεως την 15 Μαΐου 1941 και που σημαντικό τους μέρος δεν πρόλαβε να επιστρέψει εγκαίρως για να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις κατά της Ρωσίας. Επίσης η καθυστέρηση της Ρωσικής επιθέσεώς κατά 5 εβδομάδες, είχε ως αποτέλεσμα, όπως παραδέχτηκε μετέπειτα μεταξύ άλλων και ο ίδιος ο Χίτλερ, να τον προλάβει ο βαρύς ρωσικός χειμώνας και να τον κάμψει μπροστά από τη Μόσχα.
Για την ολοκληρωτική κατάληψη της εξαντλημένης από την ήδη πεντάμηνη σθεναρή της άμυνα Ελλάδας, ο Χίτλερ χρειάστηκε δύο μήνες, παρά το ότι χρησιμοποίησε τις εκλεκτότερες μάχιμες Γερμανικές μονάδες διέθετε. Σ’ αυτές περιλαμβάνοντο αρχικά η διαβόητη εμπειροπόλεμη προσωπική του φρουρά των Waffen SS “Leibstandarte SS Adolf Hitler”, το πλέον επίλεκτο συγκρότημα του Στρατού “Gross Deutschland” και ακολούθως οι περίφημες αερομεταφερόμενες Μεραρχίες αλεξιπτωτιστών, που αποδεκατίστηκαν στην Κρήτη και δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλα εγχειρήματα. Το ότι την Ελλάδα προσέβαλαν όχι συνηθισμένες Γερμανικές μονάδες, αλλά οι εκλεκτότερες Χιτλερικές, παραβλέπεται συνήθως και ρίπτεται ανάθεμα τον Έλληνα Στρατηγό Τσολάκογλου, ο οποίος, έχοντας εξαντλήσει κάθε αμυντικό όριο, συνυπέγραψε με έντιμους αρχικά όρους ανακωχή με τον Γερμανό Στρατηγό Διοικητή της “Leibstandarte SS Adolf Hitler”.
Η Ελληνική εποποιία του 1940-41 δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την πολιτική απόφαση που έχε ληφθεί ήδη από το 1936 και την έγκαιρη υλική προπαρασκευή, που είχε αρχίσει έκτοτε μεθοδικά και ολοκληρώθηκε αποτελεσματικά χωρίς ξένη οικονομική βοήθεια. Την υλική υποδομή συμπλήρωσε η ψυχική προετοιμασία και η ομοψυχία που είχαν επίσης καλλιεργήσει οι Πολιτικοί, Θρησκευτικοί, Πνευματικοί και Στρατιωτικοί ταγοί της εποχής εκείνης, τα ονόματα των οποίων έχουν αφεθεί για λόγους σκοπιμότητας στη λήθη.