«Ανήκω σε ΅ία χώρα ΅ικρή»Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου
Πριν Μιλήσεις, ’κου.
Πριν Γράψεις, Σκέψου.
Πριν Πληγώσεις, Νιώσε.
Πριν Μισήσεις, Αγάπησε.
Πριν τα Παρατήσεις, Προσπάθησε.
Μα Πριν Πεθάνεις, ΖΗΣΕ.
Εδώ και μήνες η Ελλάδα είναι στο πραιτόριο. Χλευάζεται και κατασυκοφαντείται. Αναίσχυντοι αργυραμοιβοί την παίζουν στα ζάρια.
Προσβάλλουν τους ανθρώπους της, αμφισβητούν την ιστορία της και τον πολιτισμό της. Όποια εφημερίδα και να ανοίξεις, μας έχουν κατατάξει στα «σκουπίδια». Μας θεωρούν ένα περιττό βάρος, από το οποίο όλοι θέλουν να απαλλαγούν, αλλά δεν ξέρουν ακόμα πώς.
Ε, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είναι για τα σκουπίδια!
Δεν είμαστε οι Έλληνες διεφθαρμένοι και τεμπέληδες. Χαβαλέδες ήμασταν για πολύ καιρό. Βάλαμε τον αυτόματο πιλότο.
Ένας φτωχός λαός, που γνώρισε την αφθονία και παρασύρθηκε γιατί νόμισε πως θα κρατήσει για πάντα. Πίστεψε και στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» κάποιων αδίστακτων πολιτικάντηδων. Για την ακρίβεια ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν λιγότεροι διεφθαρμένοι και τεμπέληδες απ ότι σε πολλές άλλες χώρες.
Και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Είναι μια δύσκολη ώρα, αλλά δεν ήρθε το τέλος.
Όμως, ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα το 15% του πληθυσμού της δεν ζει με κουπόνια.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα, κάθε ελληνόπουλο έχει δωρεάν πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα, έστω ημιτελές, αλλά έχουμε σύστημα υγείας.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα κράτος που έχει μια μεγάλη περιουσία. ’λλα κράτη δεν έχουν τίποτα. Αυτήν βλέπουν και ξερογλείφονται.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα οι γονείς βοηθάνε τα παιδιά τους και εκείνα τους γονείς τους.
Ευτυχώς, η μικρή και φτωχή Ελλάδα δεν ήταν απούσα από καμιά μεγάλη μάχη για την ελευθερία. Και έδινε το είναι της, όταν οι άλλοι είχαν ήδη παραδώσει και την ψυχή και το πνεύμα.
Ευτυχώς ακόμα, η Ελλάδα έχει μέλλον.
Έβλεπα εκείνα τα κορίτσια της Εθνικής Ομάδος Πόλο, να ανεβαίνουν στον Όλυμπο, μες τη «φωλιά του Δράκου», και είπα, πως δεν χάθηκε η ελπίδα. Υπάρχει ακόμα το μέταλλο του νικητή.
Η Ελλάδα έχει μέλλον, γιατί στη μακραίωνα ιστορία της κάθε μεγάλη ήττα και καταστροφή, αντί να την αφανίσει, την ανάσταινε!
Γιατί τα γράφω αυτά; Μου τηλεφώνησαν κάποιοι «φίλοι» απ το εξωτερικό και μας
νεκρολογούσαν! Είναι απ τα κοράκια που έχουν στοιχηματίσει στην πτώχευσή μας και ανησυχούν μήπως και χάσουν τα λεφτά τους! Και βιάζονται! Τόσο πολύ θύμωσα που έκλεισα το τηλέφωνο. Ύστερα τους έστειλα το κείμενο που ακολουθεί
.
«Ανήκω σε ΅ία χώρα ΅ικρή.
Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου.
Είναι ΅ικρός ο τόπος ΅ας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγ΅α που τη χαρακτηρίζει είναι ότι ΅ας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.
Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να ΅ιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσ΅α.
’λλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
Στην αρχαία τραγωδία, την οργανω΅ένη ΅ε τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το ΅έτρο, πρέπει να τι΅ωρηθεί από τις Ερινύες.
Όσο για ΅ένα συγκινού΅αι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας τού φυσικού κόσ΅ου.
Και ένας από τους διδασκάλους ΅ου, των αρχών του περασ΅ένου αιώνα, γράφει: «
θα χαθού΅ε γιατί αδικήσα΅ε
».
Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγρά΅΅ατος. Είχε ΅άθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των η΅ερών ΅ας, η προφορική παράδοση πηγαίνει ΅ακριά στα περασ΅ένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση.
Είναι για ΅ένα ση΅αντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τι΅ήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακό΅η και όταν αναβρύζει ανά΅εσα σένα λαό περιορισ΅ένο.
Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσ΅ος όπου ζού΅ε, ο τυρρανισ΅ένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα και τί θα γινό΅ασταν αν η πνοή ΅ας λιγόστευε;
Είναι ΅ία πράξη ε΅πιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά ΅ας δεν τα χρωστά΅ε στη στέρηση ε΅πιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασ΅ένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ ΅εγάλη διαφορά ανά΅εσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστή΅ης και στη λογοτεχνία. παρατήρησαν πως ανά΅εσα σ ένα αρχαίο ελληνικό δρά΅α και ένα ση΅ερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναί, η συ΅περιφορά του ανθρώπου δε ΅οιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονο΅άζου΅ε ποίηση. Αυτή η φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγ΅ή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγη΅ένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο, απαρνη΅ένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι αυτή δεν υπάρχουν ΅εγάλα και ΅ικρά ΅έρη του κόσ΅ου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιο΅ηχανία.
Χρωστώ την ευγνω΅οσύνη ΅ου στη Σουηδική Ακαδη΅ία που ένιωσε αυτά τα πράγ΅ατα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγό΅ενες περιορισ΅ένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλ΅ός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας ’ρειος Πάγος ικανός να κρίνει ΅ε αλήθεια επίση΅η την άδικη ΅οίρα της ζωής, για να θυ΅ηθώ τον Σέλλεϋ, τον ε΅πνευστή, καθώς ΅ας λένε, του Αλφρέδου Νο΅πέλ, αυτού του ανθρώπου που ΅πόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία ΅ε τη ΅εγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ αυτό τον κόσ΅ο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας ΅ας χρειάζεται όλους τούς άλλους. Πρέπει ν αναζητήσου΅ε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρό΅ο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγ΅ά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Εχου΅ε πολλά τέρατα να καταστρέψου΅ε. Ας συλλογιστού΅ε την απόκριση του Οιδίποδα».
(Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963)