Η διαφορά ανάμεσα στην απάτη και στην εσχάτη προδοσία19/03/2012
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Κατά την εξέτασή μου από την Επιτροπή της Βουλής που ερευνά (αν και πολύ φοβούμαι πως οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ έχουν ήδη αποφασίσει για το περιεχόμενο του πορίσματος) την υπόθεση του ελλείμματος του 2009, κατάλαβα από τη φύση των ερωτήσεων πως ξαφνικά κάποιοι αποφάσισαν να προσηλωθούν ευλαβικά στην… αξιοπιστία!
Επειδή πρόκειται για τους ίδιους βουλευτές που πριν από τις εκλογές του 2009 μοίραζαν δεξιά αριστερά (αναξιόπιστες) υποσχέσεις, ακολουθώντας τα βήματα του (τότε) αρχηγού τους και επειδή διαπίστωσα μια εμμονή στην ερώτηση «πιστεύετε πως τα στοιχεία μας πρέπει να είναι αξιόπιστα;», κατ’ αρχήν να τους συγχαρώ για την… ανάνηψη και την επιστροφή στον πλανήτη της αξιοπιστίας.
Κατά δεύτερον, να τους συγχαρώ για τα ταχύρρυθμα μαθήματα… στατιστικής νομιμοφροσύνης.
Κατά τρίτον να τους συγχαρώ για την ειλικρίνειά τους να ομολογούν πως και οι ίδιοι έλαβαν (και συνεχίζουν να λαμβάνουν) μέρος στη δυσφήμηση της χώρας μέσω της εμφάνισης ενός θηριώδους ελλείμματος, χωρίς να αντιδράσουν ούτε τότε, ούτε τώρα.
Προφανώς, δεν αντιλαμβάνονται πως το θέμα δεν είναι στατιστικό, αλλά πολιτικό.
Και πως εκεί έγκεινται οι πολιτικές ευθύνες τις οποίες υποτίθεται πως αναζητούν – αλλά δεν πρόκειται να βρουν.
Δεν θέλουν να αντιληφθούν πως όταν η χώρα σου βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, δεν την δυσφημείς με όλα τα μέσα, ακόμη και με διόγκωση του ελλείμματος.
Αντίθετα, προσπαθείς να χρησιμοποιήσεις κάθε μέσο για να μην εμφανίσεις έλλειμμα που θα οδηγήσει τη χώρα σου σε βαθιά ύφεση – τις συνέπειες της οποίας ζούμε σήμερα.
Αυτά, λύνονται σε πολιτικό επίπεδο. Δηλαδή – θα το ξαναπώ κι’ αυτό – πηγαίνει ο πρωθυπουργός της χώρας που κινδυνεύει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και δηλώνει σαφώς ότι δεν σκοπεύει να εντάξει στο έλλειμμα στοιχεία για τα οποία η χώρα του δεν ευθύνεται.
Όπως για παράδειγμα τα ελλείμματα των νοσοκομείων, που αναμφισβήτητα έχουν προκληθεί από τις νοσηλείες και επισκέψεις στις εφημερίες των λαθρομεταναστών, που έφθασαν τα δύο εκατομμύρια και η Συνθήκη Σένγκεν μας επιβάλλει να τους κρατούμε στο έδαφός μας.
Και ο υπουργός των Οικονομικών αυτής της χώρας, αντί να ασχολείται από την πρώτη στιγμή με το πώς θα ανεβάσει το έλλειμμα για να ρίξει τα βάρη στην προηγούμενη κυβέρνηση, ζητά τα στοιχεία από την επιβάρυνση των νοσοκομείων και οπλισμένος με αυτά αρνείται να εφαρμόσει τους κανονισμούς που δημιουργήθηκαν χωρίς την συγκεκριμένη πρόβλεψη.
Και οι βουλευτές του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία και βλέπουν πρωθυπουργό και υπουργό των Οικονομικών να συμπεριφέρονται μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν κάθονται να κοιτάνε (και μετά να παριστάνουν τα μέλη εξεταστικών επιτροπών), αλλά αντιδρούν και ζητούν να σταματήσει αυτή η μοιραία πορεία προς την καταστροφή.
Θα πω και κάτι ακόμη: Όταν προσπαθείς να ωραιοποιήσεις τα στοιχεία της χώρας σου, ας πούμε ότι υποπίπτεις στο αδίκημα της απάτης (μπαλαμούτι το είχε αποκαλέσει ο κ. Πάγκαλος).
Όταν, όμως, σκόπιμα ανεβάζεις το έλλειμμα για να πλήξεις τους πολιτικούς αντιπάλους σου, με αποτέλεσμα να δυσφημήσεις τη χώρα σου, να την καταστήσεις αναξιόπιστη και τελικά να την οδηγήσεις στη φτώχεια, τότε διαπράττεις το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας.
Και αποδεικνύεται αυτό από την τελευταία έκθεση της τρόικας, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Παρασκευή και όπου αναφέρεται σαφώς ότι η δημοσιονομική προσαρμογή (που οδήγησε σε μεγάλη ύφεση, όπως συνομολογείται στην έκθεση) «ήταν απαραίτητη, δεδομένου του εξαιρετικά υψηλού ελλείμματος το 2009».
Αποδεικνύεται ξεκάθαρα αυτό που προσπαθούμε να αποδείξουμε εδώ και καιρό: Ότι τα μέτρα επιβλήθηκαν επειδή εμφανίστηκε ένα θηριώδες έλλειμμα. Και πως το θηριώδες έλλειμμα εμφανίστηκε ακριβώς για να δημιουργηθεί η νομιμοποιητική βάση για την βίαιη προσαρμογή και τα σκληρά μέτρα.
Αυτό προκύπτει και από την δήλωση του μέλους της Εξεταστικής Επιτροπής και πρώην υφυπουργού Ανάπτυξης αρμόδιου για το ΕΣΠΑ κ. Π. Ρήγα.
Όταν πρότεινα να εξεταστεί και ο ίδιος ως μάρτυρας, προκειμένου να διηγηθεί την εμπειρία του από τη συνεργασία του με την ΕΛΣΤΑΤ και τον επικεφαλής της, είπε ξεκάθαρα:
«Ήδη εγώ από την πρώτη μέρα σας έχω πει ότι αν με ρωτούσατε να σας περιγράψω ή να αξιολογήσω το χαρακτήρα και τον τρόπο λειτουργίας του κ. Γεωργίου, θα είχα να εκφράσω μία προσωπική, υποκειμενική άποψη. Και δεν έχω διστάσει να την πω, ότι είναι ένας άνθρωπος που πάρα πολύ δύσκολα συνεργάζεται, που δεν δέχεται καμία παρέμβαση από κανέναν. Εννοώ ότι υπήρχαν απανωτές προσπάθειες να συναντηθούμε και εγώ και ο Υπουργός τότε, ο κ. Χρυσοχοΐδης, για να δούμε ακριβώς τα στοιχεία που θα έστελνε η Στατιστική Υπηρεσία σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις και ηρνείτο κατηγορηματικά να μπει σε μία συζήτηση διαλογική με εκπροσώπους της πολιτικής ηγεσίας, θεωρώντας ότι αυτά τα στοιχεία έχουν καθαρά αντικειμενικό χαρακτήρα. Επίσης, όσον αφορά τη μεθοδολογία τους, έλεγε «αυτό δεν θα το συζητήσω εγώ, θα το συζητήσετε με υπαλλήλους της Στατιστικής Υπηρεσίας. Δεν βγάζω εγώ τη μεθοδολογία και δεν καθορίζω εγώ τον τρόπο που γίνονται οι μεθοδολογικές έρευνες». Είχαμε μία συζήτηση μαζί του τελικά, μετά από αρκετές προσπάθειες. Ήταν πάρα πολύ κουμπωμένος στην επικοινωνία του, επέμενε με έναν πολύ κάθετο τρόπο ότι δεν μπορεί κανείς αυτά τα πράγματα να τα συζητήσει σε επίπεδο διαπραγμάτευσης και μας επανέλαβε ότι η μεθοδολογία που εφαρμόζεται, εφαρμόζεται σε συνεργασία με την EUROSTAT. Εμείς προσκομίσαμε στη συζήτηση –οφείλω να ομολογήσω- πολιτικού τύπου επιχειρήματα, μιλώντας για το αν το ΑΕΠ εμφανιστεί αυξημένο, διότι από εκεί ξεκινούσε το ζήτημα, ότι το ΑΕΠ θα έπρεπε να εμφανιστεί μειωμένο, για να μην μπουν αυτές οι περιφέρειες στο Στόχο II. Αυτός ο ισχυρισμός μας –κατά την άποψή του- δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός, γιατί είχε άλλη μεθοδολογική προσέγγιση. Αυτή είναι όλη η ιστορία με τον κ. Γεωργίου, που ως άτομο πραγματικά τον χαρακτηρίζω πολύ δύσκολο στη συνεργασία. Αυτό το λέω πέρα από κάθε συζήτηση».
Συγγνώμη, δεν κατάλαβα. Από πού κι’ ως πού βάλαμε γκιουλέκα στο κεφάλι μας; Από πού και ως πού καταργήθηκαν τα πολιτικά επιχειρήματα; Ποιος έδινε την πολιτική κάλυψη γι’ αυτή τη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα μέλη του υπουργικού συμβουλίου να… μην γίνονται δεκτά από έναν υπάλληλο, ο οποίος μάλιστα λογοδοτεί στη Βουλή, ούτε καν για συζήτηση;
Και για ποιον τρόπο τον παρακαλούσαν και δεν απευθύνθηκαν στη Βουλή, που εποπτεύει την ΕΛΣΤΑΤ, για να καταγγείλουν αυτές τις αυτοκρατορικές συμπεριφορές;
Και μπορούμε να μάθουμε κατά πόσον έχει περικοπεί ο μισθός του συγκεκριμένου υπαλλήλου; Ή εξακολουθεί να τον λαμβάνει ατόφιο, ενώ με τη συμπεριφορά του υποχρέωσε όλους τους Έλληνες στην πείνα και στη φτώχεια;
Υπάρχουν επομένως πολιτικές ευθύνες, κ. Πρωτόπαπα, Πρόεδρε της Εξεταστικής Επιτροπής.
Κάποιοι έδιναν κάλυψη στον συγκεκριμένο κύριο! Και όσο και αν προσπαθήσετε να βγάλετε λάδι τους συκοφάντες της χώρας, στο τέλος δεν θα τα καταφέρετε.
Διότι ο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ όλα αυτά τα έπραξε χωρίς να συγκαλέσει, όπως ο νόμος όριζε – διότι ο κ. Βενιζέλος τον κατήργησε κι’ αυτόν – τα μέλη του Δ.Σ.
Και τα στοιχεία πήγαν στην EUROSTAT χωρίς να επικυρωθούν από το Δ.Σ., όπως προέβλεπε ο νόμος.
Άρα, ο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ έχει παρανομήσει και αναμένεται να παραπεμφθεί.
Όταν παραπεμφθεί, όμως, τότε είναι βέβαιο ότι θα αποκαλύψει ενώπιον του δικαστηρίου τα πολιτικά πρόσωπα που του έδιναν την κάλυψη να παραβιάζει τον νόμο.
Θα δυσκολευτείτε, λοιπόν, ό,τι και να γράψετε στο πόρισμά σας, να βγάλετε τελικά λάδι αυτούς που του έλεγαν «προχώρα και μην ακούς κανέναν»!
Ακόμη και αν υποστηρίξετε πως μόνος του αποφάσισε να παραβιάσει τον νόμο, θα σας διαψεύσει ο ίδιος.
Μην κουράζεστε, λοιπόν, να αραδιάζετε τα περί κανονισμών και περί «καλής δουλειάς» των επιστημόνων της ΕΛΣΤΑΤ όσον αφορά στην εξαγωγή των στοιχείων, διότι αυτά ΔΕΝ ΕΠΙΚΥΡΩΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ!
Κυρίως επειδή η ίδια η EUROSTAT, την οποία με τόσο πάθος υπερασπίζεστε, δεν θα ανεχθεί να ρίξετε όλα τα βάρη σε ένα στέλεχος του (λεγόμενου) Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος.
Τέλος, εντύπωση προκαλεί το γεγονός πώς με τόση ευκολία απομακρύνονται από την πολιτική άνθρωποι που υποτίθεται ότι είναι πολιτικοί. Και πώς τόσο εύκολα αφήνουν κατά μέρος τα πολιτικά ερωτήματα και φορούν τον μανδύα του στατιστικολόγου (αλλά με ρηχές και καθ’ υπαγόρευσιν γνώσεις).
Υ.Γ. Από όσους μου έκαναν την τιμή να είναι παρόντες στην Επιτροπή, κατάλαβα ότι με πολιτικούς όρους αντιμετωπίζουν το πρόβλημα μόνο ο Παναγιώτης Κουρουμπλής (που το έχει πραγματικά πάρει πατριωτικά) και ο Θάνος Πλεύρης.