Αφού έβλεπαν την σαπίλα, γιατί πήραν μέρος στις εκλογές του 2009; 22/01/2011
Γράφει η
Σοφία Βούλτεψη
Άρτος και θεάματα. Για τον άρτο δεν είμαστε και πολύ σίγουροι – και αυτό που γράφω δεν είναι λαϊκισμός. Όταν έχεις απολυθεί από την δουλειά σου ή είσαι μακροχρόνια άνεργος, αν δεν έχεις κάποιον να σου δώσει ένα πιάτο φαΐ, είναι βέβαιο ότι θα σου λείψει και το ψωμί.
Από θεάματα, όμως, άλλο τίποτε. Το τελευταίο θέαμα στο «μεγάλο μας τσίρκο» το πρόσφεραν τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής για την Ζήμενς που έκαναν την εμφάνισή τους στα τηλεπαράθυρα. Ενώ την ίδια ώρα και επί δύο οδυνηρές για την Δημοκρατία μας ημέρες ακούγαμε για παζάρια και συνεννοήσεις σχετικά με το τι θα περιλαμβάνει το πόρισμα, δηλαδή τα πορίσματα.
Αυτά συμβαίνουν όταν την διερεύνηση των σκανδάλων αναλαμβάνουν βουλευτές, δηλαδή άνθρωποι εξαρτώμενοι από τα κόμματά τους. Αυτό, βέβαια, όπως έχουμε ξαναπεί, δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Πουθενά στον κόσμο οι κρινόμενοι δεν είναι συγχρόνως και κρίνοντες.
Αυτά συμβαίνουν επίσης όταν οι ποινικές ευθύνες μπλέκουν με τις πολιτικές. Οι ποινικές ευθύνες πρέπει να διερευνώνται από την Δικαιοσύνη. Αλλά το πολιτικό σύστημα, κρυμμένο πίσω από το επαίσχυντο άρθρο 86 του Συντάγματος, δεν της έκανε την χάρη.
Οι πολιτικές ευθύνες πρέπει να διερευνώνται από μη πολιτικά πρόσωπα. Από ανεξάρτητες και κοινής αποδοχής προσωπικότητες, με δίκαιη κρίση, που χαίρουν εκτίμησης και ζουν λιτά και με την εκτίμηση της κοινωνίας.
Η εικόνα που είδαν τα μάτια μας υπήρξε απογοητευτική. Ζήσαμε κατ’ αρχήν το «διήμερο της ντροπής». Έβγαιναν όλοι, ο ένας μετά τον άλλον και ορκίζονταν πως δεν έγινε κανένα παζάρι, πως ουδείς τους τηλεφώνησε για να παρέμβει στο έργο τους, πως αυτοί οι «μεγάλοι τιμωροί» έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους.
Μέσα στην σύγχυση ξεφύτρωσαν και άλλα επίλεκτα στελέχη του πολιτικού μας συστήματος. Βρήκαν πρόθυμους να τους κάνουν την αγιογραφία και γέμισαν τον κόσμο συνεντεύξεις για να προβάλουν τις δικές τους προτάσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς, για το πολιτικό χρήμα, για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αλλά, τι κρίμα! Δεν εισακούστηκαν από το διεφθαρμένο σύστημα (από το οποίο προσπαθούν τώρα να αποστασιοποιηθούν).
Να το δεχθούμε; Άντε, ας το δεχθούμε; Τότε για ποιο λόγο πεισματικά επεδίωξαν να παραμείνουν σ’ αυτό το σάπιο πολιτικό σύστημα, αφού δεν μπορούσαν να το διορθώσουν; Γιατί επιδίωξαν προεδριλίκια σε επιτροπές της Βουλής, κυβερνητικά και κομματικά αξιώματα; Γιατί επιδίωξαν με νύχια και με δόντια (με ρουσφέτια, τηλεοπτικές εμφανίσεις, νταηλίκια, χιλιάδες τηλεφωνήματα σε ψηφοφόρους από υπερσύγχρονα τηλεφωνικά κέντρα) την επανεκλογή τους;
Αφού το σύστημα ήταν διεφθαρμένο και παρά τις προτάσεις και τις προσπάθειές τους να διορθωθεί, αυτό παρέμενε το ίδιο, γιατί δεν του έδωσαν μια μούντζα (του συστήματος) να σηκωθούν να φύγουν. Αν τότε είχαμε μια σειρά από διαδοχικές ηχηρές παραιτήσεις, αν έμεναν απ’ έξω και πετροβολούσαν – όχι ένας και δύο, αλλά πολλοί – τότε μπορεί και να μην φθάναμε στην σημερινή άθλια οικονομική κατάσταση.
Το σκάνδαλο της Ζήμενς αποκαλύφθηκε στην Γερμανία από τον Τύπο το 2006. Μεταξύ του 2007 και του 2009 είχαν αποκαλυφθεί τα πάντα. Τα μάθαμε όλα απ’ έξω και ανακατωτά, διαβάσαμε δικογραφίες (γερμανικές, βεβαίως), πληροφορηθήκαμε τα ποσοστά της μίζας που αναλογούσαν στον κάθε διεφθαρμένο, αποκαλύφθηκαν τα πάντα για τις συμβάσεις, τις απευθείας αναθέσεις, τις υπερτιμολογήσεις, τις προνομιακές σχέσεις, τις επεκτάσεις των συμβάσεων (που συνεχίστηκαν και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου).
Επομένως γνώριζαν όλοι τα πάντα. Γιατί, λοιπόν, κάθονταν όλοι επί δύο χρόνια στις θέσεις τους, αγωνιώντας γι’ αυτές και χωρίς να απαιτούν πιεστικά από τις ηγεσίες των κομμάτων τους να προχωρήσουν σε κάθαρση; Γιατί δεν έπιαναν τους αρχηγούς τους από τον λαιμό – είτε βρίσκονταν στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση – απαιτώντας «κάθαρση τώρα;».
Γιατί συνέχιζαν το γνωστό τροπάρι περί της ανάγκης να μην ποινικοποιούνται οι κοινωνικές σχέσεις; Και επιτέλους, γιατί ο Χριστοφοράκος δεν επεδίωκε κοινωνικές σχέσεις με τον μπακάλη της γειτονιάς μου, αλλά με αυτούς, ισχυριζόμενος μάλιστα (αργότερα κατά την κατάθεσή του στην Γερμανία) πως ήταν ο «αρχικηπουρός της Ελλάδας» και ότι «καλλιεργούσε πολιτικές σχέσεις»;
Η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Σκάνδαλο της Ζήμενς είναι «πράσινο». Σωστά. Όλες σχεδόν οι μεγάλες συμβάσεις υπογράφηκαν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ.
Η πρώτη σύμβαση υπογράφηκε το 1987 για την κατασκευή των ψηφιακών κέντρων.
Το 1988 είχαμε την απευθείας ανάθεση για προμήθεια 84.000 κυκλωμάτων και 20.000 παροχών.
Τον Ιούνιο του 1989 είχαμε την απευθείας ανάθεση 470.000 ψηφιακών παροχών αξίας 32,5 δις δρχ, που πάγωσε με εισαγγελική παρέμβαση. Ήταν η περίοδος των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, με τη Ν.Δ. να κερδίζει τις εκλογές αλλά να μην μπορεί (λόγω του γνωστού εκλογικού νόμου) να σχηματίσει κυβέρνηση.
Τον Νοέμβριο του 1989 σχηματίζεται κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Ζολώτα και στις 20 Δεκεμβρίου 1989 υπογράφονται δύο συμβάσεις (4,5 δις δρχ) για αγορά ψηφιακών δικτύων.
Στις 31 Ιανουαρίου 1990 (επί οικουμενικής) υπογράφεται τελικά η σύμβαση για τις 470.000 ψηφιακές παροχές αξίας 27 δις δρχ.
Στις 16 Ιανουαρίου 1991 διεξάγεται διαγωνισμός για 720.000 ψηφιακές παροχές στον οποί μετέχουν μόνο η Ιντρακόμ και η Ζήμενς.
Τον Ιούλιο του 1992 έχουμε την ανάθεση προμήθειας 150.000 παροχών στις δύο εταιρίες.
Τον Μάρτιο του 1994 έχουμε την ανάθεση 951.600 ψηφιακών παροχών, 146.800 κυκλωμάτων, 73 νέων κέντρων και 87 επεκτάσεων υφισταμένων κέντρων (40,5 δις δρχ).
Τον Ιούνιο του 1995 ο εισαγγελέας Γ. Ζορμπάς ζήτησε την σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών και τρεις μέρες αργότερα του αφαιρείται η υπόθεση των ψηφιακών παροχών.
Τον Μάρτιο του 1996 έχουμε την απευθείας ανάθεση προμήθειας 270.000 ψηφιακών παροχών (16 δις δρχ). Σημειώστε εδώ ότι όλες οι συμβάσεις εκείνης της περιόδου έφεραν τις υπογραφές του τότε υπουργικού συμβουλίου.
Και ενώ ήδη από τον Μάιο του 1996 το Ελεγκτικό Συνέδριο με πόρισμά του δικαιώνει τον Ζορμπά, εντοπίζει τέσσερις παραβάσεις και ζητά δίωξη για τις ψηφιακές παροχές, τον Ιανούαριο του 1997 έχουμε νέα ανάθεση, αυτή τη φορά 338.000 ψηφιακών παροχών (12,2 δις δρχ).
Τον Δεκέμβριο του 1997 έχουμε νέες αναθέσεις (συνολικού ύψους για τις δύο εταιρίες 372, 7 δις δρχ) στο πλαίσιο των περίφημων προγραμματικών συμβάσεων. Βρισκόμαστε πια στον αστερισμό της πλέον σκανδαλώδους των συμβάσεων, της 8002 για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ.
Τον Νοέμβριο του 2000 έχουμε επεκτάσεις της τάξης των 100 δις δρχ. και το 2002 είναι το τελευταίο έτος των προγραμματικών συμβάσεων. Με τις διάφορες επεκτάσεις, το συνολικό ύψος των αναθέσεων για τις δύο εταιρίες φθάνει τα 565 δις δρχ.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε και αυτό που ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά δεν είναι. Το 1997 ο ΟΣΕ αγόρασε 30 ηλεκτροκίνητες μηχανές έλξης και 100 βαγόνια (235 εκ ευρώ), που κατασκευάστηκαν από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και την Ζήμενς, αλλά δεν σάπισαν στις αποθήκες της Θεσσαλονίκης, διότι δεν χωρούσαν στις ράγες του υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου.
Αυτά είναι γνωστά πράγματα και δεν τα αμφισβητεί κανείς.
Όταν, όμως, η Ν.Δ. ήλθε στην εξουσία το 2004 υιοθέτησε την στρατηγική «όχι ταύρος εν υαλοπωλείω» και όχι μόνο δεν έβαλε κανέναν στην φυλακή, αλλά σε πολλές περιπτώσεις διατήρησε στις θέσεις τους τα διοικητικά στελέχη (ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ.) που ευρισκόμενη στην αντιπολίτευση κατηγορούσε για διαφθορά.
Υπήρξαν περιπτώσεις που οι συμβάσεις ήσαν λεόντειες (βλέπε C4i) και άρχισαν οι τροποποιήσεις, οι φασαρίες, οι δοκιμές. Δεν υπήρξε ποτέ μια κεντρική απόφαση, να τους τρίψουν στη μούρη το σύστημα ασφαλείας το οποίο παραγγέλθηκε και προπληρώθηκε σε μεγάλο μέρος του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και δεν λειτούργησε ποτέ (και πάντως όχι κατά την περίοδο για την οποία παραγγέλθηκε. Η εταιρία δεν κηρύχθηκε έκπτωτη, ούτε τηρήθηκαν ποτέ οι ρήτρες (άλλωστε γι’ αυτό έδινε τις μίζες οι Ζήμενς, - για να μην τηρούνται οι όροι των συμβάσεων).
Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις (και ενώ στην Γερμανία είχε ήδη ξεσπάσει το σκάνδαλο) συνεχίστηκε η εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων, όπως αυτή των βαγονιών Ντεζίρο ή η σύμβαση του ΟΤΕ για τεχνική υποστήριξη τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ύψους 33,1 εκ ευρώ ή η απευθείας ανάθεση από τον ΟΣΕ έργου 160 εκ ευρώ (τον Απρίλιο του 2005 και όταν δεν είχε ξεσπάσει ακόμη το σκάνδαλο, αλλά τώρα πια είναι γνωστό ότι ο Χριστοφοράκος καλλιεργούσε κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις).
Γενικά η Ζήμενς σάρωνε παντού και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου. Και δεν έδινε ποτέ λογαριασμό. Όπως συνέβη και με την παραγγελία από το υπουργείο Πολιτισμού των φορητών ηλεκτρονικών ξεναγών για τα μεγάλα μουσεία της χώρας, αξίας 12 εκ ευρώ, που δεν παραδόθηκε ποτέ – αλλά και ουδείς τήρησε τις ρήτρες.
Όλα αυτά είχαν πλέον γίνει πλήρως γνωστά και κατανοητά μέχρι το 2007. Αλλά το πολιτικό σύστημα συνέχισε να σφυρίζει αμέριμνο και να κάνει χαρτοπόλεμο τα τιμολόγια των δώρων και των ημερολογίων του Χριστοφοράκου.
Ακόμη και η ανακοίνωση της παραίτησης Χριστοφοράκου τον Δεκέμβριο του 2007 πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Την ίδια μέρα, ο κ. Παπανδρέου, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισκεπτόταν τον ΟΤΕ, το κατ’ εξοχήν όχημα της διαπλοκής, αλλά δεν είπε κουβέντα για το (γνωστό πλέον) θέμα. Αντίθετα, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχίσει ο ΟΤΕ να ανήκει στο Δημόσιο.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Μα ότι στις εκλογές του 2009 γνώριζαν όλοι τα πάντα. Και έβλεπαν ότι δεν τιμωρείται κανείς. Γιατί, λοιπόν, αηδιασμένοι δεν σηκώθηκαν να φύγουν, καταγγέλλοντας την σαπίλα, αλλά έλαβαν μέρος στις εκλογές και έδωσαν λυσσώδη μάχη για την επανεκλογή τους;
Ας ξεκινήσουν δίνοντας την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση και μετά μας λένε τι προτάσεις έκαναν για την θωράκιση της χώρας έναντι της διαφθοράς.
Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές!