Στον τρίτο Κύκλο (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης-ΚΠΣ), οι Στόχοι των Διαρθρωτικών Ταμείων μειώθηκαν σε τρεις και οι Κοινοτικές Πρωτοβουλίες από 13 σε τέσσερις. Υπό το Στόχο 1, οι χρηματοδοτήσεις από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) και το Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ) ανήλθαν στα 149,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Συνοχής έφτασαν τα 25,4 δισεκατομμύρια ευρώ, καλύπτοντας το 37% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) των 25 (169,4 εκατομμύρια κάτοικοι). Υπό το Στόχο 1, το 41% των επενδύσεων δαπανήθηκε για τις υποδομές (σχεδόν τα μισά στις μεταφορές και το ένα τρίτο στο περιβάλλον), το 33,8% για τις επιχειρήσεις και το 24,5% για το ανθρώπινο δυναμικό. Οι περιοχές του Στόχου 2 (69,8 εκατομμύρια κάτοικοι, 15,2% του συνόλου) χρηματοδοτήθηκαν με 22,5 δισεκατομμύρια ευρώ (9,6% του συνόλου), ενώ η χορήγηση προς τις περιοχές του Στόχου 3 ήταν 24,1 δισεκατομμύρια ευρώ (10,3% του συνόλου). Επίσης, 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ επενδύθηκαν σε τέσσερις «bottom-up» πρωτοβουλίες της ΕΕ (INTERREG III, URBAN II, EQUAL και LEADER+) (Inforegio Panorama, 2008).
Η INTERREG ΙΙΙ χρηματοδοτήθηκε από το ΕΤΠΑ και, όπως ακριβώς η INTERREG Ι [πρώτος Κύκλος (ΚΠΣ)] και η INTERREG ΙΙ [δεύτερος Κύκλος (ΚΠΣ)], ήταν μια Κοινοτική Πρωτοβουλία με στόχο την ενθάρρυνση της αποτελεσματικής συνεργασίας μέσα στην ΕΕ κατά τη διάρκεια του τρίτου Κύκλου (ΚΠΣ). Μεταξύ των INTERREG ΙΙΙ και INTERREG Ι υπήρχαν δύο βασικές διαφορές. Η πρώτη ήταν πως η INTERREG ΙΙΙ ήταν κυρίως εστιασμένη στην ενσωμάτωση των περιφερειών NUTS (Nomenclature des Unités Territoriales Statistiques) 2 που μοιράζονταν τα εξωτερικά τους σύνορα με υποψήφια κράτη-μέλη, και άρα προσανατολισμένη προς τη διευκόλυνση της διεύρυνσης της ΕΕ (INTERREG ΙΙΙ, 2011α).
Η δεύτερη διαφορά ήταν πως η INTERREG ΙΙΙ περιλάμβανε το ESPON (Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Χωρικής Ανάπτυξης και Εδαφικής Συνοχής), το οποίο ξεκίνησε μετά την προετοιμασία του Σχεδίου Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου (ΣΑΚΧ) το 1999 και στόχευε προς μια περισσότερο «bottom-up» ανάπτυξη της ΕΕ. Ο στόχος του ESPON ήταν να παράσχει στους δημιουργούς της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ τις βασικές χωρικές τάσεις και τα βασικά προβλήματα, ανάγκες και δυνατότητες των συγκεκριμένων περιφερειών μέσα στην ΕΕ. Επίσης πρόσφερε μια σαφή εικόνα των σημαντικότερων χωρικών ανισοτήτων, καθώς και χρήσιμες βάσεις δεδομένων, δείκτες και μεθοδολογίες προκειμένου να αμβλυνθούν αυτές οι ανισότητες και να βελτιωθεί η χωρική συνεργασία των τομεακών πολιτικών (INTERREG ΙΙΙ, 2011β). Με άλλα λόγια, μπορεί να υποστηριχθεί πως το ESPON προώθησε την ανάπτυξη σε μια περιφερειακή παρά σε μία εθνική βάση.
Η πρωτοβουλία URBAN II χρηματοδοτήθηκε από το ΕΤΠΑ και, όπως ακριβώς η URBAN I κατά το δεύτερο Κύκλο (ΚΠΣ), στόχευε στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης στις προβληματικές αστικές περιοχές και διαμερίσματα της ΕΕ. Η πρωτοβουλία αυτή δημιουργήθηκε προκειμένου να επικεντρωθεί στον προσδιορισμό των συγκεκριμένων αναγκών κάθε περιοχής έτσι ώστε να καταλήξει σε βιώσιμες λύσεις (Regional Policy Inforegio, 2008).
Το URBACT I χρηματοδοτήθηκε από κοινού από το ΕΤΠΑ και τα κράτη-μέλη της ΕΕ και ήταν ένα πρόγραμμα ανταλλαγής και μάθησης με στόχο την προώθηση και υποστήριξη της αστικής ανάπτυξης (URBACT EU, 2011β). Δημιουργήθηκε το 2002 και είχε 274 εταίρους (κράτη, πόλεις, πανεπιστήμια, ιδιωτικούς οργανισμούς, περιφερειακές αρχές και φιλανθρωπικές οργανώσεις). Μεταξύ του 2003 και του 2006, πραγματοποιήθηκαν 28 προγράμματα του URBACT I, εστιάζοντας στα εξής: α) συμμετοχή των πολιτών, β) απασχόληση και οικονομική ανάπτυξη γενικά, γ) μετανάστευση, δ) ολοκληρωμένη αστική ανανέωση, ε) ασφάλεια και στ) νέους ανθρώπους (URBACT EU, 2011α).
Η πρωτοβουλία EQUAL χρηματοδοτήθηκε από το ΕΚΤ και συγχρηματοδοτήθηκε από τα κράτη-μέλη. Στόχος της ήταν η προώθηση και η στήριξη υπερεθνικών προγραμμάτων και έργων προς την κατεύθυνση της μείωσης των διακρίσεων και της ανισότητας στην αγορά εργασίας (EQUAL home, 2011).
Το πρόγραμμα LEADER+ επιχορηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και συγχρηματοδοτήθηκε από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Στόχος του ήταν να βελτιώσει την ποιότητα ζωής στις αγροτικές περιοχές και να προσελκύσει νέους ανθρώπους στην αγροτική οικονομία (LEADER+, 2011).
Το σύνολο των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής αναφορικά με τον τρίτο Κύκλο (ΚΠΣ) ήταν 213 δισεκατομμύρια ευρώ για την ΕΕ των 15 και 21,7 δισεκατομμύρια ευρώ για τα δέκα νέα κράτη-μέλη μεταξύ του 2004 και του 2006. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο του προϋπολογισμού της ΕΕ και στο 0,4% του συνόλου του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της ΕΕ. Το 71,6% διανεμήθηκε στις περιφέρειες του Στόχου 1 (37% του συνόλου). Τα κυρίως ωφελημένα κράτη-μέλη ήταν η Ισπανία (56,3 δισεκατομμύρια ευρώ), η Γερμανία (29,8 δισεκατομμύρια ευρώ), η Ιταλία (29,6 δισεκατομμύρια ευρώ), η Ελλάδα (24,9 δισεκατομμύρια ευρώ), η Πορτογαλία (22,8 δισεκατομμύρια ευρώ), το Ηνωμένο Βασίλειο (16,6 δισεκατομμύρια ευρώ) και η Γαλλία (15,7 δισεκατομμύρια ευρώ) (Inforegio Panorama, 2008).
Κατά τη διάρκεια του 2000 και του 2001, η Επιτροπή έδωσε έμφαση στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής, υιοθετώντας κανόνες αναφορικά με τη χρήση του ευρώ, τη δημοσιότητα και την πληροφόρηση, την κατάλληλη δαπάνη και την πιο αποτελεσματική διοίκηση αναφορικά με οικονομικά θέματα (Inforegio Panorama, 2008).
Το RIS+ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια εξελιγμένη εκδοχή του RIS και χρηματοδοτείτο κι αυτό από το ΕΤΠΑ. Βασιζόταν σε δημόσιες-ιδιωτικές συνεργασίες και στη συναίνεση, που σήμαινε πως ο ιδιωτικός τομέας θα έπρεπε να συνεργάζεται στενά με τους βασικούς παίκτες της περιφερειακής ανάπτυξης. Το RIS+, όπως ακριβώς και το RIS θα έπρεπε να εστιάσει στην ανάπτυξη και την καινοτομία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και θα έπρεπε να λειτουργεί «από κάτω προς τα πάνω», με στόχο να ξεκινήσει η ανάπτυξη μέσα στις περιφέρειες (European Commission, 2002).
Η κύρια ανησυχία αναφορικά με αυτό τον Κύκλο ήταν η διεύρυνση της ΕΕ και την 1η Μαΐου 2004, η ΕΕ περιλάμβανε επίσημα 25 κράτη-μέλη. Το συνολικό ποσό των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής ήταν 213 δισεκατομμύρια ευρώ για την ΕΕ των 15 στη διάρκεια του τρίτου Κύκλου (ΚΠΣ) και 21,7 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ του 2004 και του 2006 για τα δέκα νέα κράτη-μέλη. Το συνολικό ποσό αντιστοιχούσε περίπου στο ένα τρίτο του προϋπολογισμού της ΕΕ και σε 0,4% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ. Το 71,6% αυτού ήταν προορισμένο για τις περιφέρειες του Στόχου 1 (Inforegio Panorama, 2008).
Η διεύρυνση αποτέλεσε πρόκληση για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, αναφορικά τόσο με τα Διαρθρωτικά Ταμεία όσο και με την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Όλες οι περιφέρειες των νέων κρατών-μελών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ήταν υποψήφιες για χρηματοδότηση από το Στόχο 1, που σημαίνει πως επρόκειτο να λάβουν τα υψηλότερα ποσοστά βοήθειας από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και, αναφορικά με την ΚΑΠ προέκυψε μια πρόκληση καθώς η πλειοψηφία εκείνων των χωρών, ειδικά η Πολωνία και η Ουγγαρία, είναι σημαντικοί αγροτικοί παραγωγοί και ειδικεύονται στα γαλακτοκομικά και τα δημητριακά τα οποία υπόκεινται σε υψηλά επίπεδα παρέμβασης από την ΕΕ (Armstrong, 2004). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990, θα ήταν πολύ δύσκολο για την ΕΕ των 15 να αντιμετωπίσει τέτοιες επιπρόσθετες απαιτήσεις και έτσι, στη συζήτηση για την κατανομή του προϋπολογισμού του 2000-2006 που έγινε στη σύνοδο του Βερολίνου το Μάρτιο του 1999, αποφασίστηκε πως οι υποψήφιες χώρες θα λάμβαναν λιγότερα χρήματα, κατανεμημένα σε ένα πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου (Armstrong, 2004).
Αναφορικά με την εφαρμογή, δύο νέοι παράγοντες εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του τρίτου Κύκλου (ΚΠΣ). Ο πρώτος ήταν ο κανόνας «n+2» (Bachtler και Mendez, 2010α), σύμφωνα με τον οποίο, τα Επιχειρησιακά Προγράμματα θα λάμβαναν το 7% του προϋπολογισμού κατευθείαν από την ΕΕ και ήταν υποχρεωμένα να το δαπανήσουν μέχρι το τέλος του δεύτερου χρόνου. Διαφορετικά, τα προσδοκώμενα κεφάλαια για τον επόμενο χρόνο θα ήταν σημαντικά μειωμένα και τα κεφάλαια που δεν είχαν δαπανηθεί θα επέστρεφαν αυτόματα στην ΕΕ. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν το «4% αποθεματικό με βάση την απόδοση», σύμφωνα με το οποίο η ΕΕ παρακρατούσε από τα κράτη-μέλη της 4% των συνολικών μεριδίων τους από τα Διαρθρωτικά Ταμεία για την περίοδο 2000-2007. Προκειμένου αυτό το αποθεματικό να καταμεριστεί στα κράτη-μέλη, τα τελευταία έπρεπε να ικανοποιήσουν ορισμένες απαιτήσεις, ανάμεσά τους η εκτίμηση των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων σε ετήσια βάση, η καταγραφή των έργων και η μέτρηση του χρηματικού ποσού που δαπανήθηκε μετά τον τρίτο χρόνο. Κατόπιν, μία αναφορά αξιολόγησης που θα πραγματοποιείτο στη μέση του διαστήματος από εξωτερικούς αξιολογητές θα ενημέρωνε την Επιτροπή για την οικονομική πρόοδο των περιοχών προκειμένου να αποφασιστεί πώς θα καταμεριζόταν το αποθεματικό (Leonardi, 2005).
Ένα άλλο σημαντικό θέμα ήταν το πώς η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ θα επηρεαζόταν από την ίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Μετά την Συνθήκη της ΕΕ το 1992, θεωρείτο πως οι προσπάθειες των κρατών-μελών να επιτύχουν τα κριτήρια σύγκλισης θα αύξαναν την περιφερειακή απόκλιση. Ειδικότερα, η ανάγκη της μείωσης των ελλειμμάτων του δημοσίου τομέα θα επηρέαζε σημαντικά τις «περιφερειακές» περιοχές με αρνητικό τρόπο. Έτσι, κατά τη διάρκεια του δεύτερου Κύκλου (ΚΠΣ), αποφασίστηκε από την ΕΕ να μειωθούν σημαντικά οι πόροι των Διαρθρωτικών Ταμείων, και το 1994 εγκαθιδρύθηκε το Ταμείο Συνοχής προκειμένου να παράσχει βοήθεια, ειδικά στις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες της ΕΕ στην πορεία προς την ΟΝΕ (Armstrong, 2004).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Armstrong, Harvey (2004), “Regional Policy”, σε El-Agraa, Ali M., (επιμ.), The European Union (Λονδίνο: Prentice Hall), σελ. 401-420.
Bachtler, John και Mendez, Carlos (2010α), “Review and Assessment of Simplification Measures in Cohesion Policy 2007-2013”, European Parliament, Brussels, Directorate-General for Internal Policies, Report to Policy Department B: Structural and Cohesion Policies, διαθέσιμο σε http://www.europarl.europa.eu/activities/committees/studies/download.do?language=en&file=32275 (πρόσβαση στις 17/11/2010).
Bachtler, John και Mendez, Carlos (2010β), “The Reform of Cohesion Policy after 2013: More Concentration, Greater Performance and Better Governance?”, University of Strathclyde, Glasgow, European Policies Research Centre, IQ-Net Thematic Paper 26 (2), διαθέσιμο σε http://www.eprc.strath.ac.uk/iqnet/downloads/IQ-Net_Reports(Public)/IQ_Net_Paper_26(2).pdf (πρόσβαση στις 17/11/2010).
EQUAL home (2011), “Welcome to EQUAL”, διαθέσιμο σε http://ec.europa.eu/employment_social/equal_consolidated/ (πρόσβαση στις 8/12/2011).
European Commission (2002), “Regional Innovation Strategies under the European Regional Development Fund, Innovative Actions 2000-2002”, European Commission, DG Regional Policy, διαθέσιμο σε http://ec.europa.eu/regional_policy/innovation/pdf/guide_ris_final.pdf (πρόσβαση στις 10/12/2011).
Inforegio Panorama (2008), EU Cohesion Policy 1988-2008: Investing in Europe’s future, En Inforegio Panorama, 26, European Union Regional Policy, διαθέσιμο σεhttp://ec.europa.eu/regional_policy/sources/docgener/panorama/pdf/mag26/mag26_en.pdf (πρόσβαση στις 4/6/2010).
INTERREG III (2011α), “Community Initiative INTERREG”, διαθέσιμο σε http://www.interreg.gr/default.aspx?lang=en-GB&page=237 (πρόσβαση στις 8/12/2011).
INTERREG III (2011β), “ESPON, Community Initiative INTERREG”, διαθέσιμο σε http://www.interreg.gr/default.aspx?lang=en-GB&loc=1&page=378 (πρόσβαση στις 8/12/2011).
LEADER+ (2011), “LEADER+ Community Initiative Operational Programme”, διαθέσιμο σε http://www.leader-plus.gr/default_en.htm (πρόσβαση στις 8/12/2011).
Leonardi, Robert (2005), Cohesion Policy in the European Union (Λονδίνο: Palgrave).
Regional Policy Inforegio (2008), “Boosting depressed urban areas”, διαθέσιμο σε http://ec.europa.eu/regional_policy/urban2/index_en.htm (πρόσβαση στις 8/12/11).
URBACT EU (2011α), “URBACT in dates”, διαθέσιμο σε http://urbact.eu/en/header-main/about-urbact/urbact-at-a-glance/urbact-in-dates/ (πρόσβαση στις 8/12/2011).
URBACT EU (2011β), “URBACT in words”, διαθέσιμο σε http://urbact.eu/en/header-main/about-urbact/urbact-at-a-glance/urbact-in-words/ (πρόσβαση στις 8/12/11).
-Από το βιβλίο «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση-Μια Διαδικασία Σύγκλισης ή Απόκλισης;» (Β’ Έκδοση-Ειδική έκδοση για Πανεπιστήμια) (Αθήνα: Historical Quest, 2014)