Γράφει ο Φιλίστωρ
Ο Στόλος αποστατεί στο πλευρό των Βενιζελικών (1η Μαρτίου 1935)
Η εκκίνηση του Βενιζελικού κινήματος δόθηκε το απόγευμα της 1ης Μαρτίου. Το πιο δύσκολο εγχείρημα σε όλο τον σχεδιασμό του κινήματος ήταν η κατάληψη του στόλου και αυτό γιατί υπήρχε στο ναύσταθμο ισχυρή φρουρά ασφαλείας 136 ανδρών, ενώ σε όλα τα πλοία είχαν τοποθετηθεί από τον Χατζηκυριάκο πλοίαρχοι που ήταν πιστοί στην κυβέρνηση. Εκτός όλων αυτών, ο Χατζηκυριάκος είχε αφαιρέσει τα πώματα των κυλίνδρων των μηχανών του Αβέρωφ ώστε να μην μπορεί το πλοίο να τεθεί σε κίνηση, ενώ απαγόρευσε και τη χορήγηση πυρομαχικών και καυσίμων στα πλοία. Ο στόλος εκτός από το θρυλικό καταδρομικό Αβερωφ και το εύδρομο Έλλη, είχε πέντε αντιτορπιλικά, τρία τορπιλοβόλα και πέντε υποβρύχια.
Την τολμηρή καταδρομική επιχείρηση ανέλαβε να φέρει εις πέρας ομάδα 30 αξιωματικών του ναυτικού υπό την αρχηγία του υποναυάρχου Ιωάννη Δεμέστιχα, ενώ ανάμεσα στους κινηματίες ήταν οι πλοίαρχοι Κολιαλέξης και Χαλικιόπουλος. Οι κινηματίες έφτασαν στο Πέραμα το απόγευμα της 1ης Μαρτίου και κατάφεραν να εξουδετερώσουν το εκεί φυλάκιο, κόβοντας τα τηλεφωνικά σύρματα
Αντιναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας
και την επικοινωνία μεταξύ Ναυστάθμου Σαλαμίνας και Αθηνών. Αμέσως μετά οι στασιαστές επιβιβάστηκαν σε δύο βενζινακάτους. Η πρώτη με επικεφαλής τον Κολιαλέξη ανέλαβε να εισέλθει στο ναύσταθμο και να καταλάβει το Διοικητήριο εξουδετερώνοντας τη φρουρά του. Η δεύτερη βενζινάκατος υπό το Δεμέστιχα πλεύρισε το «Αβέρωφ» και το κατέλαβε χάρις την συνέργεια μυημένων αξιωματικών και ναυτών του πληρώματος. Τα πώματα των μηχανών βρέθηκαν στο ναύσταθμο εκεί που ήταν κρυμμένα και έτσι το ισχυρότερο και ιστορικότερο πλοίο της Ελλάδας είχε αποσπαστεί από τους κινηματίες. Ακολούθως άλλες μονάδες κατελήφθησαν χωρίς πολλές αντιδράσεις και αντιστάσεις από τα πληρώματα τους, όπως το τορπιλοβόλο "Νίκη" και τα αντιτορπιλικά "Λέων" και "Ψαρά" καθώς πολλοί ναύτες και υπαξιωματικοί των πληρωμάτων ήταν μυημένοι στο κίνημα. Αντιθέτως, τα πληρώματα των αντιτορπιλικών «Ιέραξ" και «Πάνθηρ» αρνήθηκαν μέχρι τέλους να προσχωρήσουν και προέβαλλαν αντίσταση παρενοχλώντας τους κινηματίες.
Ουσιαστικά οι κινηματίες είχαν θέσει υπό τη διοίκηση τους σχεδόν το σύνολο των καλύτερων μονάδων του Ελληνικού στόλου. Αμέσως ορίστηκαν νέοι πλοίαρχοι σε αυτά και ξεκίνησε μια αγωνιώδη προσπάθεια για να εφοδιαστούν με καύσιμα, πυρομαχικά και πόσιμο νερό, υπό τις παρενοχλήσεις των δύο ανθιστάμενων αντιτορπιλικών. Από τα υπόλοιπα πλοία τα περισσότερα βρίσκονταν σε επισκευή ή σε εφεδρεία και δεν μπορούσαν να κινηθούν αμέσως, ενώ οι στασιαστές φρόντισαν να αφαιρέσουν ορισμένα εξαρτήματά τους για να μην είναι δυνατή η ταχεία χρησιμοποίησή τους. Στις 3.00 τη νύχτα της 2ας Μαρτίου σχεδόν ολόκληρος ο Ελληνικός στόλος έβγαινε αλώβητος από τον ναύσταθμο, καθώς τα πυρά των κυβερνητικών πυροβόλων δεν προκάλεσαν ζημιές, και πυροδοτούσε την έναρξη του μεγαλύτερου και σημαντικότερου στρατιωτικού κινήματος του Μεσοπολέμου.
Η κυβερνητική αντίδραση στην ανταρσία του στόλου
θωρηκτό Αβερωφ
Υποτίθεται ότι το σχέδιο των κινηματιών προέβλεπε ότι ο επαναστατημένος στόλος θα έπλεε στην Βόρεια Ελλάδα και στην Θεσσαλονίκη για να ξεσηκώσει τις εκεί φρουρές υπέρ των κινηματιών. Λόγω λάθος συνεννοήσεων, η πιθανά λόγω των ανταγωνισμών στους κόλπους των κινηματιών, ο στόλος έπλευσε προς Κρήτη. Το ταξίδι του στόλου ήταν αρκετά περιπετειώδες καθώς τα πλοία δεν ήταν πλήρως επανδρωμένα, ενώ συνάντησαν σφοδρή τρικυμία στο Αιγαίο που προκάλεσε ζημιές ειδικά στα μικρότερα σκάφη. Λόγω της τρικυμίας το υποβρύχιο Κατσώνης έμεινε ακυβέρνητο και δεν έφτασε στην Σούδα. Τα υπόλοιπα σκάφη παρακολουθούνταν και παρενοχλούνταν συνεχώς από αεροπλάνα της κυβέρνησης, ενώ συνεχώς μηνύματα στέλνονταν από το υπουργείο Ναυτικών προς τους στασιαστές να επιστρέψουν τα πλοία και να παραδοθούν. Από την πλευρά του, ο Δεμέστιχας έστελνε ραδιοτηλεγραφήματα στις μονάδες όλης της Ελλάδας καλώντας σε εξέγερση κατά των αντιβενιζελικών. Ο αντίκτυπος των εκλήσεων αυτών ήταν ασήμαντος...
Μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης ήταν να στραφεί με ενέργειες εναντίον του επαναστατημένου στόλου που ήταν και το ισχυρότερο πλεονέκτημα του Βενιζέλου. Επειδή ήταν πιθανό ο Στόλος των στασιαστών να πλεύσει προς Θεσσαλονίκη, εξοπλίστηκαν επειγόντως τα επάκτια πυροβολεία του Καραμπουρνού που ήταν παροπλισμένα από το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου αλλά μόλις την 8η Μαρτίου κατάφεραν να εκτελέσουν δοκιμαστική βολή. Ήδη από την 5η Μαρτίου είχε αποκλειστεί με νάρκες ο είσπλους στον Θερμαϊκό και αυτό κοινοποιήθηκε με ανοικτό ραδιογράφημα για να το έχουν υπόψη τους οι στασιαστές. Παράλληλα με τα μέτρα που έλαβε ο Στρατός για την πρόληψη απόβασης στις ακτές της Αττικής, μεταξύ της 2ης και 6ης Μαρτίου αποκλείστηκαν με νάρκες όλες οι προσβάσεις του Ναυστάθμου και εξοπλίστηκαν τα επάκτια πυροβολεία της περιοχής.
Ζαΐμης - Τσαλδάρης - Κονδύλης - Δούσμανης (25 Μαρτίου 1935)
Το υπουργικό συμβούλιο στην πρώτη του συνεδρίαση μετά την έκρηξη του κινήματος αντικατέστησε τον παραιτηθέντα Χατζηκυριάκο μετά την αποτυχία του να προφυλάξει τον στόλο, με τον ικανό Σοφοκλή Δούσμανη, το αντίπαλο δέος των αντιβενιζελικών έναντι του Κουντουριώτη, ο οποίος έδωσε αυστηρές διαταγές για την κινητοποίηση των υπολοίπων πλοίων που είχαν απομείνει στην κυβέρνηση. Από τα αντιτορπιλικά που δεν είχαν καταληφθεί και δεν βρίσκονταν σε κατάσταση γενικής επισκευής, τα «Πάνθηρ», «Ιέραξ», «Σφενδόνη» και «Θύελλα», αφού συμπλήρωσαν πυρομαχικά και καύσιμα ήταν έτοιμα για άμεση δράση. Τα αντιτορπιλικά «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Κουντουριώτης» βρίσκονταν σε επισκευή και επιπλέον οι στασιαστές είχαν αφαιρέσει διάφορα εξαρτήματα για τα οποία δεν υπήρχαν ανταλλακτικά. Τα συνεργεία του ναυστάθμου με πραγματικά υπεράνθρωπη εργασία μέσα σε πέντε μόνο ημέρες είχαν πετύχει να κατασκευάσουν τα εξαρτήματα που είχαν αφαιρεθεί και να συναρμολογήσουν τα μηχανήματα που βρίσκονταν σε επιθεώρηση.
Η επάνδρωση των πλοίων που κινητοποιήθηκαν και των πυροβολείων υπήρξε ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα, γιατί στα πλοία των στασιαστών είχαν επιβιβαστεί και αρκετοί που υπηρετούσαν σε άλλα πλοία. Απαιτήθηκε να απογυμνωθούν οι υπηρεσίες ξηράς και έγινε μερική επιστράτευση. Την 7η Μαρτίου 1935 τα 3 αυτά αντιτορπιλικά εκτελούσαν δοκιμαστικό πλου και πυρά και την επομένη είχαν συμπληρώσει πυρομαχικά, τορπίλες μάχης, καύσιμα και πάσης φύσεως εφόδια. Ετοιμάστηκαν και προσκολλήθηκαν στον στολίσκο επίσης και τα υποβρύχια που μπορούσαν να κινηθούν, αν και δεν ήταν αξιόμαχα και έτοιμα για να επιχειρήσουν. Ο Τσαλδάρης και η κυβέρνηση δεν πίστευαν ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, σε τέτοιο σημείο ώστε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να κατέβει στον ναύσταθμο για να δει τα πλοία με τα ίδια τα μάτια του.
Ο βομβαρδισμός του εύδρομου "Έλλη" και της πόλης της Καβάλας (10 Μαρτίου 1935)
Ο επαναστατημένος στόλος υπό τον Δεμέστιχα, αφού ανεφοδιάστηκε και έλαβε προμήθειες έπλευσε στις 5 Μαρτίου στην Καβάλα που βρισκόταν στα εδάφη που ήλεγχαν οι κινηματίες. Εκεί ο Δεμέστιχας συνεννοήθηκε με τον υποστράτηγο Καμμένο διοικητή των Βενιζελικών δυνάμεων για τον τρόπο δράσης του στόλου και στις επόμενες τρεις ημέρες κατάφερε να φέρει τις φρουρές της Σάμου, της Λέσβου και της Χίου με το μέρος των στασιαστών. Το σχέδιο προέβλεπε ότι οι φρουρές είτε θα ενίσχυαν τον Καμμένο στο μέτωπο του Στρυμόνα είτε θα μεταφέρονταν στα ώτα των κυβερνητικών. Σύντομα όμως ο στόλος των στασιαστών ξεκίνησε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω έλλειψης καυσίμων. Η παράταξη των κινηματιών βρισκόταν σε δυσχερή θέση καθώς η κυβέρνηση ήλεγχε τα δύο βασικά αστικά κέντρα και έδειχνε αποφασιστικότητα και αδιάλλακτη στάση. Φαίνεται ότι η ετοιμασία του κυβερνητικού στολίσκου είχε γίνει με άκρα μυστικότητα, ενώ οι κινηματίες περιέργως δεν είχαν φροντίσει να διαθέτουν ασφαλείς συνδέσμους πληροφοριών για να ενημερώνονται για τις εξελίξεις στην Αθήνα.
Αλέξανδρος Σακελλαρίου
Ο στολίσκος των κυβερνητικών πλοίων απέπλευσε στις 9 Μαρτίου από τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας υπό τη διοίκηση του αντιναύαρχου Σακελλαρίου, γνωστό αδιάλλακτο αντιβενιζελικό αξιωματικό, ένας από τους λίγους αξιωματικούς του ναυτικού που είχαν αποταχτεί για πολιτικούς λόγους στις Βενιζελικές εκκαθαρίσεις του 1917. Παρά το γεγονός ότι ήταν αντιβενιζελικός ο Σακελλαρίου είχε επαφές και με Βενιζελικούς αξιωματικούς με αποτέλεσμα να πέσει στην δυσμένεια του Χατζηκυριάκου και να του αφαιρεθεί η διοίκηση του στολίσκου αντιτορπιλικών το 1934. Μετά την έκρηξη του κινήματος, ο Σακελλαρίου παρουσιάστηκε στον Δούσμανη και ζήτησε μάχιμη θέση εναντίον των στασιαστών. Έτσι, του δόθηκε η διοίκηση του κυβερνητικού στολίσκου του οποίου οι επιχειρησιακές δυνατότητες ήταν μικρές έναντι στου στόλου των κινηματιών που διέθεταν τις καλύτερες μονάδες. Πάντως ο Σακελλαρίου ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει, κάτι που φαίνεται και από την ημερήσια διαταγή που εξέδωσε στο προσωπικό των πλοίων που διοικούσε.
Μετά από έρευνα προς τον κόλπο του Ορφανού, ο κυβερνητικός στολίσκος έπλευσε την νύχτα προς την Καβάλα με σιγή ασυρμάτου και χωρίς φώτα εξωτερικά με αποστολή να θέσει εκτός μάχης το αντιτορπιλικό "Ψαρά" και το εύδρομο "Έλλη", καθώς το υπουργείο ναυτικών είχε πληροφορίες ότι ναυλοχούσαν στο λιμάνι της πόλης. Το πρωί της 10ης Μαρτίου ο Σακελλαρίου αντιλήφθηκε το εύδρομο «Έλλη» πλευρισμένο μέσα από τον κυματοθραύστη του λιμανιού της Καβάλας. Αμέσως έδωσε διαταγή στα τρία αξιόμαχα αντιτορπιλικά να πλησιάσουν και να ανοίξουν πυρ με τα πυροβόλα τους εναντίον του εύδρομου "Έλλη". Τα τρία αντιτορπιλικά άνοιξαν πυρ χωρίς χρονοτριβή εναντίον του εύδρομου το οποίο διήρκεσε σχεδόν μια ώρα. Το προσωπικό του "Έλλη" αιφνιδιάστηκε από τα πυρά, προσπάθησε να απαντήσει ρίχνοντας περί τις 10 βολές με τα πυροβόλα του, αλλά σύντομα οι πυροβολητές του εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Τα τρία αντιτορπιλικά έριξαν συνολικά πάνω από 700 βολές πολλές εκ των οποίων έπεφταν στην πόλη της Καβάλλας προκαλώντας σοβαρές υλικές ζημιές. Οι κινηματίες έδειχναν να έχουν παραλύσει εντελώς αιφνιδιασμένοι ενώ το πλήρωμα του "Έλλη" είχε εγκαταλείψει το πλοίο και είχε μεταφερθεί στην στεριά. Ο Σακελλαρίου διέταξε το αντιτορπιλικό Σπέτσες να μπει στο λιμάνι και να αιχμαλωτίσει το εύδρομο. Καθώς όμως το αντιτορπιλικό εισερχόταν στο λιμάνι δέχθηκε εύστοχα πυρά από πυροβολαρχία στα υψώματα της πόλης. Ο οβίδες έσκαγαν δεξιά και αριστερά του αντιτορπιλικού που αμέσως ανέκρουσε πρύμνα και οπισθοχώρησε αναπτύσσοντας όση ταχύτητα διέθετε.
Ο κυβερνητικός στολίσκος απαγκιστρώθηκε από την τοποθεσία και έπλευσε προς Νότο καθώς ο Σακελλαρίου είχε πληροφορίες ότι ο "Αβέρωφ" και άλλες μονάδες τον κινηματιών έψαχναν τα κυβερνητικά πλοία για να τα βυθίσουν. Το εύδρομο "Έλλη" υπέστη πολύ μεγάλες ζημιές στο κατάστρωμα και στην γέφυρα και εγκαταλείφθηκε. Από τον ανηλεή βομβαρδισμό ως εκ θαύματος δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα στο πλοίο η στην πόλη. Ο κυβερνητικός στολίσκος έπλευσε στην Χαλκίδα όπου αποθεώθηκε από τον κόσμο. Στην πλευρά των κινηματιών η αιφνιδιαστική αυτή καταδρομική επίθεση επέφερε μεγάλη πτώση ηθικού, που πάντως ήδη είχε υπονομευτεί από τις γενικότερες εξελίξεις. Την ίδια ημέρα της επίθεσης των κυβερνητικών, το Βενιζελικό μέτωπο στον Στρυμόνα κατέρρευσε χωρίς αντίσταση και ο Καμμένος με το επιτελείο του ζήτησε άσυλο στην Βουλγαρία.
Ο Βενιζέλος και η σύζυγος του αποβιβάζονται στην Κάσο
Η παράδοση των στασιαστικών πλοίων
Το πρωί της 11ης Μαρτίου, οι υπαξιωματικοί του κ/δ «ΕΛΛΗ» τηλεγράφησαν στο Υπουργείο των Ναυτικών ότι οι μάχιμοι αξιωματικοί είχαν αποχωρήσει από το πλοίο την νύχτα και ζητούσαν να αποσταλεί κυβερνήτης για να το παραλάβει. Διατάχθηκε τότε το κ/δ «ΕΛΛΗ» να πλεύσει μέχρι την Κασσάνδρα με κυβερνήτη τον ναύκληρο και εκεί το παρέλαβε ο Ναυτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης. Το στασιαστικό υποβρύχιο «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» κατά την ώρα του βομβαρδισμού του κ/δ «ΕΛΛΗ» βρίσκονταν στην Καβάλα, καταδύθηκε ταχέως μέσα στο λιμάνι και επέστρεψε το απόγευμα. Την νύχτα απέπλευσε για τα Δωδεκάνησα και κατέπλευσε στην Πάτμο το πρωί της 12ης Μαρτίου, όπου το πλήρωμά του αποβιβάστηκε. Οι ιταλικές αρχές το ρυμούλκησαν μέχρι τη Λέρο, όπου και στάλθηκε να το παραλάβει το α/τ «ΠΑΝΘΗΡ».
Από τα υπόλοιπα στασιαστικά πλοία, τα αντιτορπιλικά «ΨΑΡΑ» και «ΛΕΩΝ» και το υποβρύχιο «ΝΗΡΕΥΣ» κατά την καταστολή του κινήματος βρίσκονταν στην Σούδα. Μετά την αναχώρηση των στασιαστών από την Κρήτη ανέλαβαν την κυβέρνησή τους 3 ανώτεροι μάχιμοι αξιωματικοί που είχαν απαγάγει οι στασιαστές από τον Ναύσταθμο, επειδή είχαν αρνηθεί να προσχωρήσουν στο κίνημα. Τέλος το α/τ «ΝΙΚΗ» τέθηκε υπό τις διαταγές του Υπουργείου και διατάχθηκε να παραμείνει στη Χίο μέχρι την άφιξη νέου επιτελείου, οπότε και απέπλευσε για τον Ναύσταθμο.
Τα 3 αντιτορπιλικά τύπου ‘ΥΔΡΑ’ έπλευσαν την 12η Μαρτίου στα νησιά του Αρχιπελάγους και αποκατέστησαν τις νόμιμες αρχές. Από εκεί το α/τ «ΣΠΕΤΣΑΙ» κατευθύνθηκε στην Αλεξανδρούπολη και Καβάλα και στην συνέχεια όλα τα αντιτορπιλικά συγκεντρώθηκαν στην Θεσσαλονίκη απ’ όπου απέπλευσαν για τον Ναύσταθμο την 20η Μαρτίου. Για ανάλογους σκοπούς παρέμεινε το α/τ «ΙΕΡΑΞ» στην Κρήτη μέχρι την 18η Μαρτίου.
Αλέξανδρος Σακελλαρίου και Βασιλιάς Γεώργιος Β'
Επίλογος
Η τολμηρή καταδρομική επίθεση της Καβάλας ενίσχυσε την θέση του Σακελλαρίου που κατέστη πανίσχυρος στο Ναυτικό, αλλά και γενικότερα πολιτικά ισχυρός στους αντιβενιζελικούς. Ο Σακελλαρίου πρωτοστάτησε στις αποτάξεις Βενιζελικών για το κίνημα, ενώ ήταν ο πρόεδρος του στρατοδικείου που καταδίκασε ερήμην σε θάνατο τον Βενιζέλο και την υπόλοιπη πολιτική ηγεσία των κινηματιών. Πρωτοστάτησε στην Παλινόρθωση της Βασιλείας το 1935 και μετά την αυτοκτονία Κορυζή τον Απρίλιο του 1941 ορκίστηκε υπουργός Ναυτικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό να αναλαμβάνει καθήκοντα πρωθυπουργού (στις 20 Απριλίου). Συνετέλεσε στη διαφυγή του ελληνικού στόλου στην Αίγυπτο στον απόηχο της γερμανικής προέλασης και των ηττών του ελληνικού στόλου. Έπειτα από την απελευθέρωση, το 1946 ο Σακελλαρίου εξελέγη επανειλημμένα βουλευτής και διετέλεσε υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις ακόμη και βενιζελικής προέλευσης ως το 1952 που αποχώρησε οριστικά από την πολιτική
Πηγές
https://sites.google.com/site/ccouclelis/the1935mutiny
http://www.istorikathemata.com/2015/04/1935.html