Πέμπτη
18 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4959RSS FEED
O ναυτικός αποκλεισμός σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη (Α΄ΜΕΡΟΣ)
23/04/2015
Συνεκπαίδευση Αλγερινών με το ΠΝ
στη Σούδα (17 ΜΑΪΟΥ 2012)
ΦΩΤΟ: United States Air Force
http://commons.wikimedia.org/

Του Κωνσταντίνου Μαστοροδήμου*


1. Εισαγωγή

Ο ναυτικός αποκλεισμός στη Λωρίδα της Γάζας και η συζήτηση που προκάλεσαν τα γεγονότα σχετικά με την προσπάθεια να σπάσει ο αποκλεισμός από μια αρμάδα πλοίων τον Μάιο του 2010 απετέλεσαν την αφορμή για το παρόν άρθρο. Ο ναυτικός αποκλεισμός αποτελεί μια πολεμική μέθοδο που αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε σε διακρατικές ένοπλες συρράξεις. Ανεξάρτητα από το αν η ένοπλη σύρραξη στη Γάζα συγκεκριμένα είναι διεθνής ή μη διεθνής και τη νομιμότητα ή μη του ναυτικού αποκλεισμού της, η προβληματική σχετικά με το επιτρεπτό του ναυτικού αποκλεισμού κατά τη διάρκεια μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης αναζητά μια λύση σε διεθνές επίπεδο και το παρόν αποτελεί μια συνεισφορά στη σχετική συζήτηση. Προς το σκοπό αυτό, θα αναλυθούν διαδοχικά οι έννοιες της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης και του ναυτικού αποκλεισμού πριν διατυπωθούν κάποιες σκέψεις σχετικά με τη σχέση αυτών των δυο πραγματικών (και νομικών) καταστάσεων.

2. Η έννοια της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης

To διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο εφαρμόζεται αποκλειστικά υπό την προϋπόθεση ύπαρξης ένοπλης σύρραξης. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δυο κατηγορίες ενόπλων συρράξεων: η διεθνής, η οποία προϋποθέτει την άμεση ή έμμεση συμμετοχή[1] τουλάχιστον δύο κρατών ή άλλων υποκειμένων του διεθνούς δικαίου (π.χ. διεθνών οργανισμών ή αναγνωρισμένων εμπόλεμων) και η μη διεθνής, η οποία προϋποθέτει τη συμμετοχή τουλάχιστον μιας ένοπλης μη κρατικής οντότητας / ομάδας η οποία δεν ελέγχεται από κρατικό φορέα.

Η έννοια της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης πρωτοεμφανίστηκε με το κοινό άρθρο 3 της Συνθηκών της Γενεύης του 1949[2], χωρίς να δίδεται  κάποιος σχετικός ορισμός. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα υιοθετήθηκε το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο[3]. Το πεδίο εφαρμογής του είναι οι ένοπλες συρράξεις «οι οποίες λαμβάνουν χώρα στο έδαφος Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους μεταξύ των ενόπλων δυνάμεών του και αντιπάλων ενόπλων δυνάμεων ή άλλων οργανωμένων ένοπλων ομάδων που, κάτω από υπεύθυνη διοίκηση, ασκούν τέτοιας μορφής έλεγχο σε τμήμα του εδάφους του παραπάνω Μέρους, που τους δίνει τη δυνατότητα διενέργειας συνεχών και συνδυασμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων και εφαρμογής του παρόντος Πρωτοκόλλου» (άρθρο 1.1).
Περαιτέρω, το Πρωτόκολλο δεν εφαρμόζεται σε «καταστάσεις εσωτερικών αναταραχών και εντάσεων, όπως ταραχών, μεμονωμένων και σποραδικών πράξεων βίας και άλλων πράξεων παρόμοιας φύσεως» (άρθρο 1.2)[4].

Στη δεκαετία του 1990 το Εφετείο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία στην υπόθεση Tadic[5] αποφάνθηκε ότι ένοπλη σύρραξη υπάρχει σε περίπτωση παρατεταμένης (protracted) ένοπλης βίας μεταξύ κυβερνητικών αρχών και οργανωμένων ένοπλων ομάδων ή μεταξύ τέτοιων ομάδων εντός ενός κράτους.

Η φόρμουλα που χρησιμοποίησε το Εφετείο στη συγκεκριμένη υπόθεση, ως επεξήγηση της έννοιας της ένοπλης σύρραξης του κοινού άρθρου 3, έγινε στη συνέχεια μια στερεότυπη αναφορά στη νομολογία των ποινικών δικαστηρίων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα[6] καθώς και για το Ειδικό Δικαστήριο για τη Σιέρρα Λεόνε[7]. Η συγκεκριμένη φόρμουλα βρήκε (μερικώς) τον δρόμο της για τo Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου[8]. Μέρος των διεθνών εγκλημάτων σε συνθήκες μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης, όπως περιγράφονται στο άρθρο 8.2 (ε), εφαρμόζονται, κατ’ άρθρο 8.2 (στ), «σε ένοπλες συρράξεις που λαμβάνουν χώρα στο έδαφος μιας χώρας όταν υπάρχει παρατεταμένη ένοπλη σύρραξη μεταξύ κυβερνητικών αρχών και οργανωμένων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ τέτοιων ομάδων». Περαιτέρω το άρθρο 8.2 (γ) ποινικοποιεί σχεδόν στο σύνολό του το κοινό άρθρο 3, ενώ το άρθρο 8.2 (δ) προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του, αναφερόμενο σε ένοπλες συρράξεις μη διεθνούς χαρακτήρα, χωρίς αναφορά σε παρατεταμένη ένοπλη σύρραξη ή σε οργανωμένη ένοπλη ομάδα. Και οι δυο παράγραφοι περιέχουν την εξαίρεση των εσωτερικών αναταραχών και εντάσεων, όπως και στο άρθρο 1.2 του Β΄ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Τα κοινά στοιχεία των παραπάνω είναι η ύπαρξη μιας ένοπλης ομάδας και ο χαρακτήρας της οργανωμένης ένοπλης βίας που δεν περιορίζεται σε ταραχές ή μεμονωμένες και σποραδικές πράξεις. Αντιθέτως οι πράξεις βίας πρέπει να έχουν κάποια ένταση και χρήσιμη ένδειξη προς τούτο αποτελεί καταρχήν η χρήση του τακτικού στρατού από την κυβέρνηση[9] ή άλλων κυβερνητικών δυνάμεων[10] που μπορούν να λειτουργήσουν με παρόμοιο τρόπο. Άλλες σχετικές ενδείξεις αποτελούν ο αριθμός των στρατιωτών και των όπλων που χρησιμοποιηθήκαν[11] (λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο αρμοδιοτήτων και λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων στο αντίστοιχο κράτος), η σοβαρότητα των επιθέσεων[12], η κινητοποίηση/επιστράτευση και διανομή όπλων και στα δυο αντιμαχόμενα μέρη[13], καθώς και ο αριθμός των θυμάτων, είτε αμάχων είτε όχι[14]. Η αδυναμία του κράτους να ελέγξει μέρος της επικράτειάς του[15], οιαδήποτε αύξηση στα περιστατικά με χρήση βίας[16], η υιοθέτηση κάποιου ψηφίσματος από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ[17] ή και άλλα διεθνή όργανα, η ύπαρξη κάποιας πολυεθνικής επιχείρησης επιβολής της ειρήνης καθώς και η ύπαρξη συμφωνιών (ή μονομερών εντολών) για κατάπαυση του πυρός[18] υπονοούν είτε την προηγούμενη είτε την τωρινή ύπαρξη ένοπλης σύρραξης.



Αποτύπωση διαδρομής μεταφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας
στη λωρίδα της Γάζας. ΦΩΤΟ: http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Flotillagazamapa.svg

Διχογνωμία έχει προκαλέσει η χρήση του όρου «παρατεταμένη» ως προσδιοριστικό της ένοπλης βίας στην απόφαση Tadic. Η συνήθης έννοιά του, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά, αναφέρεται σε διάρκεια[19] και σίγουρα έχει σημασία η διάρκεια των βίαιων γεγονότων για την κατάφαση ύπαρξης ένοπλης σύρραξης. Ωστόσο δεν έχει απαντηθεί πειστικά το πόσος χρόνος είναι παρατεταμένος, ενώ, ουσιαστικά, εμποδίζεται η εφαρμογή του ανθρωπιστικού δικαίου μέχρι να γίνουν παρατεταμένες οι συγκρούσεις, ανεξαρτήτως του αν η έντασή τους είναι τέτοια που επιβάλλει την εφαρμογή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Για άλλους συγγραφείς το «παρατεταμένο» υπονοεί την ένταση της βίας[20] ενώ υπάρχει και η άποψη ότι τόσο η ένταση όσο και η διάρκεια της βίας[21] είναι συστατικά στοιχεία της ένοπλης σύρραξης.

Οι αποφάσεις των ad hοc διεθνών δικαστηρίων δεν φωτίζουν ιδιαίτερα, καθώς μπορούν να προσφέρουν επιχειρήματα για όλες τις απόψεις[22].

Αντίστοιχος είναι ο προβληματισμός για την έννοια της «παρατεταμένης» ένοπλης σύρραξης στο Καταστατικό της Ρώμης. Αν και, καταρχήν, υπάρχει η τάση ταύτισης με τη διάρκεια της σύρραξης[23], το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δεν ακολουθεί μέχρι στιγμής μια ενιαία γραμμή[24].

Προσωπική άποψη είναι ότι η διάρκεια της βίας είναι ενδεικτικό κριτήριο για την ύπαρξη ένοπλης σύρραξης και όχι προσδιοριστικό αυτής[25], τουλάχιστον για την ερμηνεία του κοινού άρθρου 3 και του σχετικού άρθρου στο Καταστατικό της Ρώμης που ποινικοποιεί το κοινό άρθρο 3. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί για τη σχετική ρύθμιση του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου επειδή, α) αποφεύγεται οιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά, αν και αρκετές χώρες στις προπαρασκευαστικές εργασίες είχαν αυτή την άποψη και έκαναν αντίστοιχες προτάσεις, β) η «δυνατότητα διενέργειας συνεχών και συνδυασμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων» συνέχεται με την ποιότητα ελέγχου του εδάφους και όχι απαραίτητα με την ένταση/διάρκεια της βίας, γ) σκοπός του Πρωτοκόλλου είναι η προστασία του άμαχου πληθυσμού και οιαδήποτε χρονική διάρκεια θα έχει συνέπειες στην άμεση εφαρμογή του. Τέλος, τα ποινικά δικαστήρια για τη Ρουάντα και τη Σιέρρα Λεόνε δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στο στοιχείο της διάρκειας σχετικά με την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου[26]. Ωστόσο, η κρατούσα άποψη τείνει προς το αντίθετο συμπέρασμα, αφού, όπως διατείνεται η Sylvie Junod, η αναφορά σε συνεχείς και συνδυασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις εισήχθη αντί των εννοιών της διάρκειας και έντασης και συνεπώς υπονοεί αυτά τα δυο στοιχεία[27], ενώ και μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας[28] υποστηρίζει πως το στοιχείο της διάρκειας περιλαμβάνεται στους όρους για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου.

Πέρα από την οργανωμένη ένοπλη βία κάποιας έντασης, το δεύτερο συστατικό στοιχείο της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης είναι η ύπαρξη μιας ένοπλης ομάδας. Προσδιοριστικό στοιχείο της είναι, φυσικά, η ύπαρξη όπλων / πυρομαχικών καθώς και η ύπαρξη ατόμων που θα τα χρησιμοποιήσουν. Προκειμένου δε μια ομάδα να μπορεί να αμφισβητήσει έμπρακτα την κεντρική εξουσία, θα πρέπει να αποτελείται από εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες άτομα, αν και αυτό εξαρτάται από το περιβάλλον στο οποίο ενεργεί. Σαφέστατα η ομάδα πρέπει να ακολουθεί ένα σύστημα οργάνωσης.

Μια ομάδα μπορεί να ομοιάζει, ως προς τη λειτουργία της, σε ένα κράτος. Το σύνηθες είναι να υπάρχει μια κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών και μιας μορφής βασική ιεραρχία, χωρίς απαραίτητα να είναι ίδια με αυτή που συναντιέται σε κρατικούς στρατούς ή να έχει τα ίδια αποτελέσματα από την άποψη της πειθαρχίας. Επαρκής απόδειξη της οργάνωσης πρέπει να θεωρηθεί και η δυνατότητα της ένοπλης ομάδας να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της[29]. Ωστόσο δεν είναι η μορφή οργάνωσης της ένοπλης ομάδας που έχει σημασία όσο η δυνατότητά της να προβεί σε συλλογικές και σχεδιασμένες ενέργειες κατά του αντιπάλου της.

Εκπαίδευση Αμερικανών στρατιωτών σε νηοψίες πλοίων
στη ναυτική βάση της Σούδας. (22 ΑΥΓ. 2013)
ΦΩΤΟ: http://www.defenseimagery.mil/

Σχετικά πρόσφατα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία[30] προέβη σε μια χρήσιμη (αλλά όχι εξαντλητική) απαρίθμηση των ενδεικτικών κριτηρίων στη νομολογία του, τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας επαρκούς και αποτελεσματικής οργάνωσης: «Παράγοντες που σηματοδοτούν την ύπαρξη μιας δομής διοίκησης[31], που αποτελούν ενδείξεις για τη δυνατότητα της ομάδας να επιχειρεί οργανωμένα[32], που σηματοδοτούν ένα βαθμό επιμελητείας[33], που προσδιορίζουν αν η ένοπλη ομάδα κατείχε ένα επίπεδο πειθαρχίας και την ικανότητα να εφαρμόσει τις βασικές υποχρεώσεις τις υπό το κοινό άρθρο 3[34] και που ενδεικνύουν ότι η ένοπλη ομάδα ήταν ικανή να μιλήσει με μια φωνή[35]». Αναφορές στην ομάδα από διεθνή όργανα (όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας ή τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ) μπορούν να αποτελέσουν σχετικές ενδείξεις[36].

Η νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αναμένεται να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο με τα προηγούμενη διεθνοποιημένα ποινικά δικαστήρια. Το Καταστατικό της Ρώμης αναφέρεται σε ύπαρξη οργανωμένης ένοπλης ομάδας. Για ένα Τμήμα Προδικασίας[37] το οργανωτικό στοιχείο ικανοποιούνταν εφόσον η ένοπλη ομάδα ενεργεί κάτω από υπεύθυνη διοίκηση και είχε ένα αποτελεσματικό / ενεργό εσωτερικό σύστημα πειθαρχίας. Το στοιχείο της υπεύθυνης διοίκησης δεν φαίνεται να διαφοροποιείται από το στοιχείο της οργάνωσης[38]. Διάφορα Τμήματα Προδικασίας[39] φαίνεται να έδωσαν σημαντική αποδεικτική δύναμη στην ικανότητα σχεδίασης και εκτέλεσης στρατιωτικών επιχειρήσεων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο ή στην ικανότητα υποστήριξης της σύρραξης.

Συνολικά δεν υπάρχει διαφοροποίηση με το κοινό άρθρο 3, καθώς οι συλλογικές και σχεδιασμένες δραστηριότητες είναι συνυφασμένες με τον οργανωμένο χαρακτήρα μιας ένοπλης ομάδας. Τα εγκλήματα για τα οποία έχει αρμοδιότητα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο επίσης υπονοούν μια προσχεδιασμένη δράση, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης μιας οργανωμένης οντότητας.

Σημαντική διαφοροποίηση υπάρχει στον χαρακτήρα της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης βάσει του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Από τη γραμματική ερμηνεία της σχετικής διάταξης προκύπτουν, επιπλέον των παραπάνω, ότι, α) η κινητοποίηση των κυβερνητικών δυνάμεων απαιτεί, οπωσδήποτε, τη χρήση του στρατού, β) το Πρωτόκολλο δεν εφαρμόζεται σε συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ομάδων και γ) οι ένοπλες ομάδες πρέπει, απαραιτήτως, να ελέγχουν κάποια εδαφική περιοχή. Αν και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός φαίνεται να διατείνεται ότι ελάχιστος έλεγχος εδάφους εκ μέρους της ένοπλης οντότητας είναι αρκετός[40], ως προσδιοριστικά στοιχεία, κατά γραμματική ερμηνεία, φαίνονται να είναι η δυνατότητα διενέργειας συνεχών και συνδυασμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων καθώς και η δυνατότητα εφαρμογής του Πρωτοκόλλου. Ωστόσο επειδή μεγάλο μέρος των διατάξεων του Πρωτοκόλλου θεωρείται εθιμικό
Δίκαιο[41], τα αυστηρότερα σε σχέση με το κοινό άρθρο 3 κριτήρια της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης έχουν ξεπεραστεί, μερικώς, από την πρακτική.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι η έννοια της μη διεθνούς σύρραξης έχει, λανθασμένα, ταυτιστεί με την έννοια της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, τόσο για το κοινό άρθρο 3 όσο και για το άρθρα 1.1 του Β΄ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και 8.2 (στ) του Καταστατικού της Ρώμης[42]. Όμως με αυτόν τον τρόπο οι εχθροπραξίες μεταξύ κράτους εκτός της εδαφικής του επικράτειας με ένοπλη ομάδα φαίνονται να μένουν αρρύθμιστες. Σε συνδυασμό με τη συνήθη ερμηνεία της διεθνούς ένοπλης σύρραξης ως διακρατικής[43] (ή έστω μεταξύ υποκειμένων του διεθνούς δικαίου) και με την έλλειψη του σχετικού στάτους των ένοπλων ομάδων οδηγούμαστε σε ένα κενό διεθνούς δικαίου. Η
συνδυασμένη ερμηνεία των παραπάνω έδωσε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να υποστηρίξουν στα αρχικά στάδια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» ότι η εν λόγω σύρραξη δεν υπάγεται στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο[44].
Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία καταλήγει στην ακύρωση του ρόλου του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, εφόσον παρέχεται προστασία μόνο στα άτομα που διαβιούν σε ένα κράτος και όχι σε όλα τα εδάφη στα οποία μπορεί να επεκτείνεται μια ένοπλη σύρραξη[45] και αντιτίθεται στο αντικείμενο και το σκοπό των σχετικών διεθνών συνθηκών. Κατά δεύτερο, το γράμμα του κοινού άρθρου 3[46] και το Καταστατικό της Ρώμης δύνανται να ερμηνευθούν έτσι ώστε η μη διεθνής να μη συνεπάγεται εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Επιπλέον, το εθιμικό διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο δεν περιορίζεται από τυχόν περιοριστικές ερμηνείες της έννοιας της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης, πολύ περισσότερο γιατί μεγάλο μέρος του είναι κοινό ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της σύρραξης. Τέλος, το πρακτικό κριτήριο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού είναι πειστικό, καθώς από τη στιγμή που το κοινό άρθρο 3 ισχύει για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, η σύρραξη θα λαμβάνει χώρα στο έδαφος ενός κράτους. Συνεπώς μια μη διεθνής ένοπλη σύρραξη χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μιας ένοπλης ομάδας και την ένταση της (οργανωμένης) βίας μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών, χωρίς απαραίτητα οι εχθροπραξίες να λαμβάνουν χώρα στο ίδιο κράτος.


ΠΗΓΗ: Περί Αλός http://perialos.blogspot.gr/2015/04/o.html
 

…το Β΄ΜΕΡΟΣ συντόμως στο Περί Αλός…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Ως έμμεση συμμετοχή νοείται η περίπτωση ελέγχου επί ένοπλης ομάδας σε τέτοιο βαθμό ώστε το κράτος να θεωρείται ότι ενεργεί διαμέσου της μη κρατικής οντότητας.

[2] Σύμβασις της Γενεύης Ι του 1949 περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και των ασθενών εις τας εν εκστρατεία ενόπλoυς δυνάμεις, Σύμβασις της Γενεύης ΙΙ του 1949 περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών, ασθενώv και ναυαγών των κατά θάλασσαν ενόπλων δυνάμεων, Σύμβασις της Γενεύης ΙΙΙ του 1949 περί μεταχειρίσεως των αιχμαλώτων πoλέμoυ και Σύμβασις της Γενεύης ΙV του 1949 περί πρoστασίας των πoλιτών εν καιρώ πoλέμoυ (ν. 3481/1955).

[3] Πρόσθετo Πρωτόκoλλo της Γενεύης ΙΙ του 1977 στις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγoύστoυ 1949 πoυ αναφέρεται στην πρoστασία των θυμάτων των μη διεθνών ενόπλων συρράξεων (ν. 2105/1992).

[4] Ερμηνευτικά γίνεται δεκτό ότι ο ίδιος περιορισμός ισχύει και για την εφαρμογή του κοινού άρθρου 3, βλ. ενδεικτικά Moir l., The Law of Internal Armed Conflict, σελ. 102, Cullen A., Key Developments Affecting the Scope of Internal Armed Conflict in International Humanitarian Law, σελ. 94 και Dahl A. W. & Sandbu M., The Threshold of Armed Conflict, σελ. 372. Βλ. ωστόσο και την αντίθετη άποψη από Arai -Takahashi Y., The Law of Occupation: Continuity and Change of International Humanitarian Law, and its Interaction with International Human Rights Law, σελ. 299 και 411.

[5] ICTY, Prosecutor v Tadic (Jurisdiction Appeals) (2 October 1995) [70].

[6] Βλ. ενδεικτικά, ICTR, Prosecutor v Akayesu (Judgment) (2 September 1998) [619], ICTY, Prosecutor v Delalic (Judgment) (16 November 1998) [183], ICTY, Prosecutor v Martić (Judgement) (12 June 2007) [41] και ICTY, Prosecutor v Haradinaj (Jurisdiction) (3 April 2008) [37].

[7] SCSL, Prosecutor v Brima et als (Judgment) (20 June 2007) [243] και SCSL, Prosecutor v Fofana et al (Judgment) (2 August 2007) [124].

[8] Σύμβαση (Καταστατικό) της Ρώμης του 1998 για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ν. 3003/2002).

[9] Βλ. Bond E.J., Internal Conflict and Article Three of the Geneva Conventions, σελ. 274, Dinstein Y., The International Law of Civil Wars and Human Rights, σελ. 64 και Schindler D., The Different Types of Armed Conflicts According to the Geneva Conventions and Protocols, σελ. 147.

[10] ICTY, Prosecutor v Boškoski et al (Judgment) (10 July 2008) [250-1]. Βλ. και Moir, ο.π., υποσ. 4, σελ. 104-5.

[11] Επίσης ο τύπος των όπλων μπορεί να είναι σημαντικός, βλ. ICTY, Prosecutor v Limaj et als (Judgment) (30 November 2005) [136].

[12] ICTY, Prosecutor v Milosevic (Decision on Motion for Judgement of Acquittal) (16 June 2004) [28].

[13] Ibid, [30-31].

[14] Vit é S., Typology of Armed Conflicts in International Humanitarian Law: Legal Concepts and Actual Situations, σελ. 76.

[15] Mettraux G., International Crimes and the Ad Hoc Tribunals, σελ. 36.

[16] Prosecutor v Milosevic, ο.π., υποσ. 12, [28].

[17] Prosecutor v Delalic, ο.π., υποσ. 6., [190], ICTY, Prosecutor v Tadic (Judgment) (7 May 1997) [567] και ICC, Prosecutor v Thomas Lubanga Dyilo (Decision on the Confirmation of Charges) (29 January 2007) [235].

[18] ICTY, Prosecutor v Hadžihasanović et al (Judgment) (15 March 2006) [23] και Prosecutor v Martić, ο.π., υποσ. 6, [345].

[19] Βλ. Momtaz D., Le Droit International Humanitaire Applicable aux Conflits Armés Non Internationaux, σελ. 52, Rona G., ‘Interesting Times for International Humanitarian Law: Challenges from the “War on Terror”, σελ. 62, de Oliveira Pereira C. Fr., Organised Crime and Armed Conflict, σελ. 122, Hampson Fr. J., The Relationship Between International Humanitarian Law and Human Rights Law from the Perspective of a Human Rights Treaty Body, σελ. 555.

[20] 20 Moir , ο.π., υποσ. 4, σελ. 43, Peterke S., Urban Insurgency, ‘Drug War’ and International Humanitarian Law: The Case of Rio de Janeiro, σελ. 177 και Bellal A. et als ., International Law and Armed Non-State Actors in Afghanistan, σελ. 8.

[21] Carswell Α., Classifying the Conflict: a Soldier’s Dilemma, σελ. 151, Arai -Takahashi , ο.π., υποσ. 4, σελ. 298 και Lubell N., Extraterritorial Use of Force against Non-State Actors, σελ. 105.

[22] Βλ. Prosecutor v Tadic, ο.π. υποσ. 5, όπου το δικαστήριο αναφέρεται σε «εχθροπραξίες που υπερβαίνουν τις προϋποθέσεις σχετικές με την ένταση τόσο σε διεθνείς όσο και εσωτερικές ένοπλες συρράξεις». Βλ. παρομοίως και σε Prosecutor v Akayesu, ο.π., υποσ. 6, [620], Prosecutor v Tadic ο.π., υποσ. 17, [562], Prosecutor v Limaj, ο.π., υποσ. 11, [84] και [170] και Prosecutor v Brima, ο.π., υποσ. 7, [244]. Ωστόσο υπάρχει αναφορά στις ίδιες αποφάσεις (Akayesu, Tadic και Limaj) η οποία συντείνει προς το στοιχείο της διάρκειας, καθώς τα δικαστήρια αναφέρονται σε κριτήρια ώστε να διαφοροποιήσουν «πραγματικές ένοπλες συρράξεις από απλές πράξεις ληστείας ή ανοργάνωτες και βραχείες εξεγέρσεις». Βλ. επίσης τη χρήση και των δυο στοιχείων σε Prosecutor v Boškoski et al, ο.π., υποσ. 10, [175] και [186].

[23] Zimmermann A., Commentary on Para. 2 (c)- (f) and Para. 3: War Crimes in an Armed Conflict Not of an International Character, σελ. 270, Vit é S., ο.π. υποσ. 14, σελ. 81 και Beco G.d., War Crimes in International Versus Non-International Armed Conflicts: “New Wine in Old Wineskins”?, σελ. 324. Αντίθετος ο Stewart J., Towards a Single Definition of Armed Conflict in International Humanitarian Law, σελ. 346.

[24] Βλ. διάφορες προσεγγίσεις σε ICC, Prosecutor v Jean-Pierre Bemba Gombo (Decision Pursuant to Article 61(7) (a) and (b) of the Rome Statute on the Charges) (15 June 2009) [235], Prosecutor v Thomas Lubanga Dyilo, ο.π. υποσ. 17, [235] και Prosecutor v Thomas Lubanga Dyilo (Judgment) (14 March 2012) [538].

[25] Βλ. και Prosecutor v Milosevic, ο.π., υποσ. 12, [29] και Prosecutor v Boškoski et al, ο.π., υποσ. 10, [177].

[26] Βλ. Prosecutor v Akayesu, ο.π., υποσ. 6., [626], ICTR, Prosecutor v Musema (Judgment) (27 January 2000) [256-7] και SCSL, Prosecutor v Fofana et al, ο.π., υποσ. 7, [126-7]. Βλ. επίσης Momtaz D., o.π., υποσ. 19, σελ. 52.

[27] Junod S.S., Commentary to article 1, σελ. 1353.

[28] Βλ. ενδεικτικά, Bothe M., Article 3 and Protocol II: Case Studies of Nigeria and El Salvador, σελ. 906, Provost R., International Human Rights and Humanitarian Law, σελ. 264.

[29] Prosecutor v Limaj, ο.π., υποσ. 11, [88]-[89]. Υπάρχει ωστόσο ισχυρή υποστήριξη στη θέση ότι αυτή η δυνατότητα είναι συστατικό στοιχείο της ένοπλης ομάδας, βλ. Schindler D., ο.π., υποσ. 9, σελ. 147, Moir , ο.π., υποσ. 4, σελ. 36 και Pejic J., Status of Armed Conflicts, σελ. 86.

[30] Prosecutor v Boškoski et al, ο.π., υποσ. 10, [199]-[203] και Prosecutor v Haradinaj, ο.π., υποσ. 6, [51]-[60]. To δικαστήριο στην υπόθεση Prosecutor v Brima, ο.π., υποσ. 7, [557], αρκέστηκε στη «λειτουργική αρχή ιεραρχίας, την επαρκώς ανεπτυγμένη διαδικασία σχεδιασμού και διαταγών και το στέρεο σύστημα πειθαρχίας».

[31] Prosecutor v Boškoski et al, ibid, [199]. Αυτοί οι παράγοντες μπορούν να περιλαμβάνουν την ύπαρξη αρχηγείου, Prosecutor v Milosevic, ο.π., υποσ. 12, [23]-[24] ή την εφαρμογή στρατηγικών πολιτικών προς το σκοπό της επίρρωσης στόχων, ICTY, Prosecutor v Milutinovic (Judgment) (26 February 2009) [840].

[32] Prosecutor v Boškoski et al, ibid, [200]. Αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν τον συντονισμό μεταξύ διαφορετικών μονάδων, Prosecutor v Limaj, ο.π., υποσ. 11, [108].

[33] Prosecutor v Boškoski et al, ibid, [201]. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν την ικανότητα επιστράτευσης και εκπαίδευσης νέων μελών ή την ένδυση με στολές, Prosecutor v Limaj, ibid, [118 et seq] και [123] και την ίδρυση μιας οικονομικής δραστηριότητας, Prosecutor v Milutinovic, ο.π., υποσ. 31, [840].

[34] Prosecutor v Boškoski et al, ibid, [202]. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν την ύπαρξη εσωτερικού συστήματος πειθαρχίας, Prosecutor v Limaj, ibid, [116]. Προφανώς η συμμόρφωση με αυτούς τους κανόνες μπορεί επίσης να επιβεβαιώσει ότι η ομάδα είναι επαρκώς οργανωμένη.

[35] Prosecutor v Boškoski et al, ibid, [203]. Βλ. επίσης Prosecutor v Limaj, ibid, [129].

[36] Στην απόφαση Prosecutor v Tadic, ο.π. υποσ. 17, [567], το δικαστήριο χρησιμοποίησε αυτό το στοιχείο σε συσχέτιση με την ένταση της βίας.

[37] ICC, Prosecutor v Katanga (Decision on the Confirmation of Charges) (30 September 2008) [239].

[38] Prosecutor Against Jean-Pierre Bemba Gombo, ο.π. υποσ. 24, [234]: «η υπεύθυνη διοίκηση υπονοεί την ύπαρξη κάποιου βαθμού οργάνωσης αυτών των ένοπλων ομάδων, συμπεριλαμβανομένου της δυνατότητας επιβολής πειθαρχίας και της ικανότητας σχεδιασμού και εκτέλεσης στρατιωτικών επιχειρήσεων».

[39] Prosecutor v Thomas Lubanga Dyilo, ο.π., υποσ. 17, [234] and [237] και Prosecutor Against Jean-Pierre Bemba Gombo, ibid, [233].

[40] Βλ. Kolb R. & Hyde R., An Introduction to the International Law of Armed Conflicts, σελ. 79.

[41] Βλ. Henckaerts J.-M. & Doswald - Beck L., Customary International Humanitarian Law.

[42] Για μια πλειάδα σχετικές αναφορές, βλ. Mastorodimos K., The Character of the Conflict in Gaza: Another Argument towards Abolishing the Distinction between International and Non-international Armed Conflicts, σελ. 439. Βλ και DEPARTMENT OF THE NAVY, The Commander’s Handbook on the Law of Naval Operations, NWP 1–14 M (2007) (εφεξής Commander’s Handbook) [5.1.2.2].

[43] Βλ. ενδεικτικά Prosecutor v Tadic, ο.π. υποσ. 5, Prosecutor v Jean-Pierre Bemba Gombo, ο.π. υποσ. 24, [223], Green L.C., Low-Intensity Conflict and the Law, σελ. 499 και Commander’s Handbook, ibid, [5.1.2.1].

[44] Murphy S. (ed), Decision Not to Regard Persons Detained in Afghanistan as POWs, σελ. 477 και Ratner St. R., Jus ad Bellum and Jus in Bello after September 11, σελ. 911. Σταδιακά αυτή η στάση άλλαξε, αλλά χωρίς να είναι σαφές ποιοι είναι οι εφαρμοζόμενοι κανόνες, βλ Commander’s Handbook, ibid, [5.1.2.3].

[45] Βλ. Kraska J., Rule Selection in the Case of Israel’s Naval Blockade of Gaza: Law of Naval Warfare or Law of the Sea?, σελ. 388.

[46] Το άρθρο αναφέρεται σε «περίπτωση ένοπλης σύρραξης, η οποία δεν παρουσιάζει διεθνή χαρακτήρα και αναφύεται επί του εδάφους ενός των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών…».


ΠΗΓΗ: Περί Αλός http://perialos.blogspot.gr/2015/04/o.html

*Ανθυποπλοίαρχου (Ν) Λ.Σ. (Βʹ έπαινος ετήσιου διαγωνισμού μελετών
Ναυτικής Επιθεώρησης έτους 2013)
 
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,  τ. 588, σελ. 96, ΜΑΡΤ – ΜΑΪ 2014)