Δευτέρα
25 Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5181RSS FEED
Προεδρευομένη Δημοκρατία και βασιλικός θεσμός- προτεινόμενο πολιτικό και πολιτειακό σύστημα
Γράφει ο
Χρήστος Αντωνιάδης

Από συστάσεως του -νεότερου- ελληνικού κράτους ο βασιλικός θεσμός στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των πολιτών και των πολιτικών ομάδων και δεν κατόρθωσε να επιβληθεί ως ενοποιητικός παράγοντας. Οι Έλληνες, σε γενικές γραμμές δεν είδαν την χρησιμότητα του στην συνοχή του έθνους. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία τον υπολόγισαν στη βάση της ιδεολογίας, του πολιτικού κόμματος ή ακόμα και των προσωπικών τους συμφερόντων. Η περίοδος του εθνικού διχασμού, που κατέληξε στην δίκη και στην εκτέλεση των έξι αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ένδειξη. Στο δημοψήφισμα, τον Δεκέμβριο του 1974, οι Έλληνες πολίτες αποδέχτηκαν με σχετική ευκολία τις αμφιλεγόμενες ενέργειες της μεταβατικής κυβέρνησης Καραμανλή [1], οι οποίες  οδήγησαν στην κατάργηση του και στην εγκαθίδρυση της Προεδρευομένης Δημοκρατίας (Β’ περίοδος).

Στο παρόν άρθρο δεν θα εξετάσουμε το ιστορικό υπόβαθρο και την εξέλιξη του βασιλικού θεσμού στην Ελλάδα, με σκοπό την απόδοση ευθυνών ή όχι στον θεσμό. Αυτό, άλλωστε έχει, ήδη πολλάκις συμβεί από διάφορους αναλυτές, ιστορικούς και συγγραφείς, που διάκεινται θετικά ή αρνητικά προς τον βασιλικό θεσμό ή την βασιλευομένη δημοκρατία και η κάθε άποψη έχει την δική της αξία.

Αντιθέτως, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αυτό που κατά την γνώμη μας έχει περισσότερη σημασία. Την διαχρονική συμβολή, τόσο του βασιλικού, όσο και του προεδρικού θεσμού στην σταθερότητα της χώρας και παράλληλα, μέσα από μία σχετική ανάλυση θα επιχειρήσουμε την αντικειμενική αξιολόγηση ορισμένων πολιτειακών μοντέλων, που ισχύουν σε χώρες της Ευρώπης. Και τέλος, θα αναπτύξουμε την πρόταση μας για ένα νέο πολιτικό σύστημα.

Το 1924 με την έκπτωση του βασιλέως Γεωργίου Β’ από τον ελληνικό θρόνο ο βασιλικός θεσμός καταργείται και ανακηρύσσεται η αβασίλευτη Δημοκρατία [2]. Στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) αναρρήθηκαν ισχυρές προσωπικότητες, όπως ο Παύλος Κουντουριώτης και ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, που η κάθε μία έχει την δική της αξία και την δική της σημαντική προσφορά προς την Ελλάδα.

Παρά το γεγονός, ότι το προεδρικό αξίωμα κατέλαβαν ισχυρές προσωπικότητες, η προεδρευομένη δημοκρατία στην Ελλάδα δεν κατόρθωσε να σταθεροποιηθεί. Πέρασε μέσα από διάφορες φάσεις αστάθειας και κινήματα και τελικά καταργήθηκε, ύστερα από αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα την 3η Νοεμβρίου 1935. Στην κατάργηση της μάλιστα πρωτοστάτησε, μεταξύ άλλων ο Γεώργιος Κονδύλης, μία προσωπικότητα που ανήκε στον χώρο των βενιζελικών.

Ο Κονδύλης ήταν θερμός υποστηρικτής του Ελευθερίου Βενιζέλου και κατά τη διάρκεια του κινήματος της «Εθνικής Άμυνας» στάθηκε πιστά στο πλευρό του, ενώ στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 πολιτεύτηκε με τη «Δημοκρατική Ένωση» του ιδρυτή της αβασίλευτης δημοκρατίας, Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Και μόνο το γεγονός αυτό, είναι από μόνο του αρκετό για να καταδείξει την «ρευστότητα» και την πολιτική αστάθεια, που υπήρχε κατά την  Α’ περίοδο της προεδρευομένης δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Στο δημοψήφισμα που διενήργησε η κυβέρνηση Τσαλδάρη την 1η Σεπτεμβρίου 1946, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και το οποίο έμμεσα ή άμεσα χαρακτηρίστηκε και από μη βασιλόφρονες ερευνητές, καθώς και από την πλειοψηφία της βενιζελικής παράταξης, ως δίκαιο ή γνήσιο, μόνο το 31% έδειξε ότι δεν αποδέχεται τον βασιλικό θεσμό. Η αβασίλευτη δημοκρατία έλαβε το πενιχρό 11% των ψήφων, ενώ το 20% τήρησε ουδέτερη στάση, ψηφίζοντας λευκό[3]. Ο βασιλικός θεσμός φάνηκε ότι εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρά ερείσματα.

Από τον Ιανουάριο του 1952 ίσχυσε στην Ελλάδα ένα νέο σύνταγμα, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967. Παρά το γεγονός, ότι το σύνταγμα αυτό ήταν πιο εκσυγχρονισμένο σε σχέση με τα προηγούμενα, και αυτή η περίοδος, όπως και οι προηγούμενες, στις οποίες ανώτατος άρχοντας ήταν ο βασιλιάς, χαρακτηρίστηκαν από την παρουσία του Στέμματος στην πολιτική ζωή, κάτι το οποίο διαχρονικά προκαλούσε αντιδράσεις.

Την ευθύνη για την εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα δεν θα πρέπει να φέρει αποκλειστικά και μόνο ο εκάστοτε βασιλιάς, όπως τελικά καταλογίστηκε στον ανώτατο άρχοντα, αφού το ίδιο το νομοθετικό σώμα, δηλαδή η Βουλή των Ελλήνων ή η Συντακτική Συνέλευση ήταν αυτή που υιοθέτησε τον συνταγματικό χάρτη της Ελλάδος και κατ’ επέκταση επέτρεψε και την ανάμειξη των ανακτόρων στην πολιτική.

Παρά τις όποιες αντιδράσεις για την ανάμειξη του βασιλιά στην πολιτική, ο βασιλικός θεσμός δεν αμφισβητούνταν σοβαρά. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και το γεγονός, ότι μέσα στα πλαίσια του βασιλικού καθεστώτος υπήρχε και το κόμμα της ΕΔΑ[4], ο αρχηγός της οποίας, Ιωάννης Πασαλίδης επιδίωκε την συνεργασία με την Ένωση Κέντρου του αντικομμουνιστή Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και ορισμένες δυνάμεις της Δεξιάς, με στόχο τον εκτοπισμό της ΕΡΕ από την εξουσία[5]. Εάν η συνεργασία αυτή είχε τελεσφορήσει, είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσε κάποια στιγμή το κόμμα της ελληνικής αριστεράς στην εξουσία, υπό μορφή συνασπισμού -και μάλιστα, ενωρίτερα σε σχέση με τον ΣύΡιζΑ-, καθώς και τις σχέσεις της αριστεράς με το παλάτι σε πλήρη εξομάλυνση…

Εάν δεν είχε μεσολαβήσει το στρατιωτικό καθεστώς το 1967, η Ελλάδα θα είχε σήμερα πολίτευμα βασιλευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με μεγαλύτερη συμμετοχή της αριστεράς στην εξουσία, ο βασιλικός θεσμός θα είχε γίνει ευρύτερα αποδεκτός και η εθνική συμφιλίωση θα είχε επιτευχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό. Η 21η Απριλίου ανέκοψε αυτή την εξέλιξη… Είναι πάντως, γενικώς παραδεκτό, ότι το πολιτικό σύστημα της περιόδου 1952-1967, ήταν ευάλωτο και στάθηκε ανίκανο να αποτρέψει την εγκαθίδρυση του στρατιωτικού καθεστώτος.

Κατά την άποψη μας και με βάση το πολιτικό σύστημα της εποχής, θα έπρεπε να υπάρχει στην Ελλάδα ένας «μηχανισμός», που θα ασκούσε έλεγχο στις αποφάσεις της Βουλής. Ο μηχανισμός αυτός δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο, παρά ένα σώμα Γερουσίας. Η Γερουσία αυτή, αφενός μεν θα «άφηνε περισσότερο χώρο» στον βασιλιά να εργαστεί για την ενότητα του έθνους, αφετέρου θα παρείχε μεγαλύτερη ισορροπία στο πολιτικό σύστημα και θα συνέβαλλε ουσιαστικά στην διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό το σώμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργηθεί ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα…

Η Γερουσία δεν θα πρέπει να είναι απλώς ένα δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα με συμβουλευτικό και μόνο ρόλο, ενώ τα μέλη της δεν θα έχουν την ίδια προέλευση με τα μέλη της Βουλής[6]. Θα πρέπει να προέρχεται από δικαστές, συνταγματολόγους και διπλωμάτες καριέρας, καθώς και από ένα ευρύ φάσμα εξειδικευμένων πανεπιστημιακών καθηγητών διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι θα εκλέγονται από τον επιστημονικό ή εργασιακό τους κύκλο ως ανεξάρτητες υποψηφιότητες και χωρίς την ανάμειξη των πολιτικών κομμάτων[7]. Επίσης, η Γερουσία θα πρέπει να έχει το δικαίωμα είτε να απορρίπτει οριστικά τα νομοσχέδια -που ψηφίζει η Βουλή, αν δεν μείνει ικανοποιημένη από τις προτεινόμενες βελτιώσεις, είτε να τα παραπέμπει σε δημοψήφισμα.

Σε όλη την διάρκεια της Β’ περιόδου προεδρευομένης δημοκρατίας, από το 1975 μέχρι το 2017 ο προεδρικός θεσμός στην Ελλάδα λειτούργησε χωρίς καμία απολύτως αμφισβήτηση. Μετά το 2012, όμως άρχισαν να ακούγονται εντονότερα κάποιες φωνές, οι οποίες ζητούν την άμεση εκλογή του ΠτΔ από τον λαό.  Η σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση που υπάρχει στην χώρα μας εδώ και μία 7ετία, έθεσε κατά κάποιο τρόπο σε δοκιμασία τον προεδρικό θεσμό και το πολιτικό σύστημα γενικότερα- το οποίο δεν κατόρθωσε να προλάβει την οικονομική ύφεση, που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους σε απόγνωση και χιλιάδες άλλους στην αυτοκτονία-, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν εντονότερα κάποιες συζητήσεις, αναφορικά με τον τρόπο εκλογής και τις δικαιοδοσίες του ΠτΔ και όχι μόνο...

Ήδη, η ελληνική κυβέρνηση, με αφορμή και την -επί μακρόν- συζήτηση για απεμπλοκή της εκλογής του προέδρου από την διαδικασία των εκλογών, στην πρόταση της για την αναθεώρηση του συντάγματος, προτείνει την εκλογή του ΠτΔ από τον λαό στην τρίτη ψηφοφορία, στην περίπτωση που στις δύο πρώτες ψηφοφορίες δεν καρποφορήσει η εκλογή του προέδρου από το κοινοβούλιο.

Συμπερασματικά… τόσο ο βασιλικός θεσμός με το πολιτικό σύστημα που υπήρχε πριν από την 21η Απριλίου και παλιότερα, όσο και η προεδρευομένη δημοκρατία, δεν συνέβαλλαν όσο θα έπρεπε στην πολιτική σταθερότητα και στην οικονομική ευημερία της Ελλάδος. Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει μπροστά, υιοθετώντας ένα καινούργιο πολιτικό-κυβερνητικό και πολιτειακό σύστημα.

Το ιδανικότερο πολιτικό σύστημα, που συμβάλλει στην άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και στην προώθηση της συνεργασίας ανάμεσα σε κόμματα με εκ’ διαμέτρου αντίθετη ιδεολογία και πολιτικές θέσεις είναι το κυβερνητικό σύστημα που ισχύει στην Ελβετία. Στην χώρα αυτή, κλασσική περίπτωση κοινοβουλευτικής και άμεσης δημοκρατίας, στον κυβερνητικό συνασπισμό μετέχουν τα πρώτα τέσσερα σε δύναμη πολιτικά κόμματα, όπως αυτά αναδεικνύονται από τις βουλευτικές εκλογές.

Έτσι, λοιπόν, ύστερα από τις εκλογές, τον Οκτώβριο του 2015, τα πρώτα τέσσερα σε δύναμη κόμματα που αναδείχθηκαν από τις κάλπες και συμμετέχουν στην παρούσα κυβέρνηση της Ελβετίας, είναι τα ακόλουθα: το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα (εθνικιστές) 29,4%, οι Σοσιαλδημοκράτες 18,8%, οι Φιλελεύθεροι 16,4% και οι Χριστιανοδημοκράτες 11,6%. Το ελβετικό πολιτικό σύστημα είναι ένα θαυμαστό παράδειγμα για όλο τον κόσμο και υψηλό επίπεδο πολιτικού πολιτισμού!

Για όποια νομοσχέδια υπάρχει ταύτιση απόψεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, τα νομοσχέδια αυτά προωθούνται κανονικά και γίνονται νόμοι του κράτους με την σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ όταν υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές, την λύση δίνουν τα δημοψηφίσματα. Και φυσικά, αναγκαία προϋπόθεση για την συνεργασία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων είναι η απλή αναλογική με ένα σχετικό εκλογικό πλαφόν για την είσοδο στο κοινοβούλιο.

Το ελβετικό κυβερνητικό μοντέλο –εκτός από τα καντόνια– θα μπορούσε να εφαρμοστεί άνετα και με επιτυχία στην χώρα μας…Το ελληνικό κοινοβούλιο στο μέλλον θα πρέπει να αποτελείται από 200 βουλευτές.

Εάν δεν εισαχθεί το ελβετικό σύστημα και παραμείνει το ισχύον καθεστώς, τότε εναλλακτικά θα μπορούσαν να δημιουργηθούν δύο κοινοβουλευτικά σώματα. Μία Βουλή των Αντιπροσώπων με 151 μέλη και μία Γερουσία 51 μελών, με τη δομή και τις αρμοδιότητες, που επιγραμματικά περιγράφουμε ανωτέρω.

Στην προεδρική δημοκρατία γαλλικού τύπου[8], αναφορικά με το πολιτειακό μοντέλο, την θέση του αρχηγού του κράτους διεκδικούν ως  συνήθως κομματικοί υποψήφιοι ή αρχηγοί κομμάτων. Για του λόγου το αληθές, στις τελευταίες γαλλικές εκλογές το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα διεκδίκησαν 11 υποψήφιοι[9]. Οι υποψήφιοι αυτοί ήταν αρχηγοί κομμάτων ή εκπροσωπούσαν ο καθένας το δικό του κόμμα ή ιδεολογία. Οι συνέπειες της διαίρεσης και του διχασμού του εκλογικού σώματος στο γαλλικό έθνος και στη γαλλική κοινωνία από την συμμετοχή όλων αυτών των κομματαρχών-υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές και η διεκδίκηση του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος από τους ίδιους, είναι τεράστιες!

Αν μελετήσουμε το ιστορικό των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία θα διαπιστώσουμε ότι τις περισσότερες φορές, ο ΠτΔ εκλέγεται (εκεί) στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα με ποσοστό 50%-55%. Οι μισοί δηλαδή εκλογείς τον επιδοκιμάζουν, ενώ οι άλλοι μισοί τον αποδοκιμάζουν. Κατά συνέπεια ένας κομματικός πρόεδρος της δημοκρατίας δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει συνολικά το Έθνος.     

Η προεδρική δημοκρατία γαλλικού τύπου[10] έχει ένα επιπλέον σοβαρό μειονέκτημα· δίνει το δικαίωμα στο αρχηγό του κράτους, στον ανώτατο άρχοντα, να λειτουργεί ως «πολιτικός παίκτης», με αποτέλεσμα να διχάζει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την κοινοβουλευτική συνταγματική μοναρχία (ΚΣΜ), στο πολίτευμα δηλαδή εκείνο, στο οποίο ο βασιλιάς λειτουργεί με αυξημένες δικαιοδοσίες. Η ΚΣΜ καθιστά τον ανώτατο άρχοντα (τον βασιλιά), πολιτικό παίκτη και αυτό για εμάς αποτελεί λάθος. Η θέση του αρχηγού του κράτους είναι μόνο για να εργάζεται και να υπηρετεί την ενότητα του έθνους, και υπό την έννοια αυτή, ένας πολιτικός παίκτης, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά για το έθνος.

Ένα αρκετά αξιόλογο και αντικειμενικό σύστημα, είναι η προεδρευομένη δημοκρατία ιταλικού τύπου, αλλά το σύστημα αυτό δεν θα μπορούσε να ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδος, διότι τα «μεγέθη» στην Ιταλία είναι διαφορετικά… ο ΠτΔ εκλέγεται εκεί από σώμα 1,008 εκλεκτόρων[11], ενώ υπάρχει και Γερουσία, η οποία εκλέγεται με αυστηρότερα κριτήρια[12], σε σχέση με την Βουλή των Αντιπροσώπων και η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην διακυβέρνηση της χώρας. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν διαθέτει Γερουσία, ανάλογη με το ιταλικό πρότυπο.

Παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματα, που παρέχει το ιταλικό μοντέλο, αναφορικά με την εκλογή προέδρου, στο σύστημα αυτό υπάρχει η εξής αδυναμία: ο ανώτατος άρχοντας παραμένει ένας πολίτης ή πολιτικός, ο οποίος δεν θα μπορούσε να γίνει ξαφνικά σύμβολο ενότητας ενός έθνους, μόνο και μόνο επειδή εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν ο εκλεγμένος πρόεδρος είναι ως είθισται ένα πολιτικοποιημένο πρόσωπο με σαφή ιδεολογική ή κομματική τοποθέτηση ή υπήρξε επί μακρά σειρά ετών βασικό στέλεχος ενός συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος που αντιστρατεύονταν την πολιτική όλων των άλλων κομμάτων[13].

Εάν υιοθετηθεί μελλοντικά στην Ελλάδα η άμεση εκλογή του ΠτΔ από τον λαό, σε έναν ή δύο γύρους, θα απαιτούνται κάθε πέντε χρόνια επιπλέον έξοδα για την εκλογική διαδικασία, τα οποία θα επιβαρύνουν το ίδιο το κράτος, δηλαδή τους Έλληνες πολίτες. Εκτός αυτού θα υπάρχουν και σπόνσορες, οι οποίοι θα στηρίζουν τους υποψηφίους στην εκλογική τους καμπάνια και η συνεισφορά των οποίων θα δημιουργεί κάποιες “υποχρεώσεις” στους υποψηφίους, καθώς και στον μελλοντικό πρόεδρο.

Μία εναλλακτική λύση θα ήταν η εκλογή του ΠτΔ να γίνεται με ποσοστό 70% από ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα, το οποίο θα περιλαμβάνει την Βουλή, τους περιφερειάρχες και τους ευρωβουλευτές. Οι ψηφοφορίες να είναι νοκ-άουτ και εάν ένας υποψήφιος δεν συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, τότε θα πρέπει να αναζητηθεί άλλη υποψηφιότητα.

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω, ότι το καλύτερο πολιτειακό μοντέλο κατά την άποψη μας, είναι αυτό που ισχύει στην Σουηδία. Η ουδετερότητα του αρχηγού του κράτους, που προέρχεται από το κληρονομικό αξίωμα του βασιλιά, από την μία πλευρά και η μη ανάμειξη του Στέμματος στην πολιτική από την άλλη, εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ομοψυχία σε μία κοινωνία, σε σχέση με τον αιρετό πρόεδρο. Η βασιλευομένη δημοκρατία -σουηδικού τύπου- δεν αντικρούει την ιδεολογία και τις θέσεις κανενός πολιτικού κόμματος και λειτουργεί ενωτικά και ισότιμα για όλους τους πολίτες.    

 


[1] Έκδοσης της Συντακτικής Πράξης 1ης Αυγούστου 1974, για επαναφορά του συντάγματος 1952, με εξαίρεση τις θεμελιώδεις διατάξεις, δηλαδή αυτές που αφορούσαν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος.

Το νέο σύνταγμα θα έπρεπε, ύστερα από σχετική επεξεργασία, να υιοθετηθεί από την Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου και στη συνέχεια να τεθεί εξ' ολοκλήρου σε λαϊκό δημοψήφισμα για την έγκριση του ή όχι από τον λαό. Αυτό γίνεται σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου.

[2]  1η περίοδος προεδρευομένης δημοκρατίας

[3] Το λευκό ήταν μία από τις τρεις επιλογές στο πολιτειακό δημοψήφισμα του 1946

[4] Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά

[5] Α΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ, 28 Νοεμβρίου-2 Δεκεμβρίου 1959. Ελένη Πασχαλούδη-Καθημερινή 14/6/15/. Το φάντασμα της ΕΔΑ στοιχειώνει τον ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Λεονταρίτης, Ελευθεροτυπία 29/6/14. Wikipedia, βουλευτικές εκλογές 1963 & 1964.

[6] Η εκλογή των γερουσιαστών να μην γίνεται απευθείας από τον λαό.

[7] Να υπάρχει συνταγματική ρήτρα, που να απαγορεύει στα πολιτικά κόμματα να τοποθετούνται δημόσια υπέρ οποιουδήποτε διεκδικεί μία θέση στην Γερουσία. Αναλυτικότερα, η πρόταση μου για την Γερουσία βρίσκεται στο κεφάλαιο 3 της μελέτης μου με θέμα «Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος--Ίδρυση Σώματος Γερουσίας», στην σελίδα www.politicaldoubts.com/politics/item/1017-protaseis-gia-ti-metarrythmisi-tou-politikoy-systimatos

[8] Ισχύει επίσης στην Ρωσία και στην Ρουμανία

[9] Στην εκλογική αναμέτρηση -της 23ης Απριλίου 2017 για την γαλλική προεδρία-, έλαβαν μέρος ο εκπρόσωπος του φιλελεύθερου Κέντρου και σημερινός πρόεδρος της δημοκρατίας, Εμμανουέλ Μακρόν, η εκπρόσωπος των εθνικιστών Μαρίν Λεπέν, ο εκπρόσωπος της ρεπουμπλικανικής κεντροδεξιάς Φρανσουά Φιγιόν, ο εκπρόσωπος των Σοσιαλδημοκρατών Μπενουά Αμόν o εκπρόσωπος της αριστεράς Ζαν-Λυκ Μελανσόν, καθώς και διάφοροι άλλοι.

[10] Ισχύει, επίσης στη Ρωσία και στην Ρουμανία

[11] ψηφίζει η  Βουλή των Αντιπροσώπων (630 μέλη), η Γερουσία (320 μέλη) και οι εκπρόσωποι των Περιφερειών (58 μέλη).

[12] Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία για την Γερουσία, στο αξίωμα του γερουσιαστή μπορεί να εκλεγεί κάποιος που έχουν συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας, ενώ στην εκλογή των μελών της Γερουσίας, συμμετέχουν οι πολίτες άνω των 25 ετών.

[13] Βλέπε περίπτωση Προκόπη Παυλόπουλου, Κάρολου Παπούλια, Κωστή Στεφανόπουλου, Κωνσταντίνου Τσάτσου και Κωνσταντίνου Καραμανλή κ.α.