Κάτι δεν πάει καθόλου καλάΓράφει ο
Βασίλης Μπαλάφας
Είναι πλέον πανθομολογούμενο ότι τα τελευταία 2 χρόνια και ιδιαίτερα αυτή η προεκλογική περίοδος δεν έχουν καμία σχέση με όσα γνωρίσαμε στο μεταπολιτευτικό σκηνικό. Σε επίπεδο πολιτικής, όλα μοιάζουν τόσο διαφορετικά που αποκτούν ορισμένες φορές την εντύπωση του παράδοξου, του μη φυσιολογικού, του απόκοσμου. Όλοι μιλούν για εκλογές, αλλά ελάχιστοι θέλουν πραγματικά να ακούσουν, να διαβάσουν, να κρίνουν, να συγκρίνουν. Και η αλήθεια είναι ότι τέτοια πράγματα μοιάζουν «πολυτέλειες» στις μέρες μας, όμως αποτελούν την πεμπτουσία, την προϋπόθεση της δημοκρατίας που όλοι μας, λίγο – πολύ, οραματιζόμαστε και επιζητούμε.
Θα περίμενε κανείς ότι μετά απ’ όλα όσα έχουν συμβεί στη χώρα, στην κοινωνία, στο κάθε σπιτικό ξεχωριστά, θα υπήρχε μια διαφορετική αντίληψη και μια διαφορετική οξυδέρκεια σε κάθε επίπεδο. Δεν είναι μόνο το πολιτικό προσωπικό που πρέπει να βελτιωθεί σημαντικά. Έχω την αίσθηση ότι όλο το «περιβάλλον» χρειάζεται αναβάθμιση, ανάταση, ανάταξη. Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί που οφείλουν να αλλάξουν στάσεις και συμπεριφορές, είναι και εκείνοι που έχουν άμεση σχέση με αυτούς, με την κοινοποίηση του πολιτικού τους λόγου και εν τέλει είναι και οι ίδιοι οι πολίτες που πρέπει να αντιμετωπίσουν με διαφορετική ματιά όλ’ αυτά.
Αν δεν υπάρξει γενικότερη αναπροσαρμογή, τότε αυτό που πολλοί νομίζουν ότι ήδη άλλαξε – δεν ανήκω σε αυτούς – θα είναι απλώς παροδικό, επίπλαστο, επιδερμικό και κυρίως νόθο προς την κοινή επιδίωξη, προς το συμφέρον του γενικού συνόλου. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία συνοδευόμενη από τρομοκρατία, δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος με αποκλεισμούς, δεν μπορεί να υπάρξει κοινή προσπάθεια χωρίς καταμερισμό και ορθό ξεκαθάρισμα ρόλων.
Ένα ακόμα στοιχείο, πέρα από τα άλλα, που μας οδήγησε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, είναι και το γεγονός ότι οι διάφοροι ρόλοι «μπλέχτηκαν» στην πορεία, απέκτησαν ασθένειες και στο τέλος έγιναν δυσδιάκριτοι, με αποτέλεσμα να επικρατεί το «όλοι είναι ίδιοι» και τελικά να κάθεται ο καθένας μόνος του, να απομονώνεται, μέχρι να μας κυβερνήσει κάτι το αόρατο και το εξωγενές που δείχνουμε έτοιμοι να το υποδεχθούμε με αλαλαγμούς και πανηγύρια.
Άμεση σχέση με τον πολιτικό λόγο στη χώρα και τη διάδοσή του έχουν για παράδειγμα οι δημοσιογράφοι. Ιδανικό σενάριο είναι το να παρακολουθούν και να κοινοποιούν τι λέει και τι κάνει κάποιος πολιτικός, να εκφέρουν άποψη επί αυτών, να είναι ενδεχομένως ακόμα και επιθετικοί αν εντοπίσουν παρασπονδία, παραλογισμούς, κυνισμό ή οτιδήποτε άλλο μεμπτό. Ο ρόλος όμως μπλέχτηκε όταν κάποιοι από αυτούς θεώρησαν ότι ο πολιτικός πρέπει να εκφέρει τον δικό τους λόγο, να κοινοποιεί τη δική τους προσωπική άποψη, να γίνεται μαριονέτα σύμφωνα με τα δικά τους κελεύσματα. Ακόμα χειρότερα, ορισμένοι επιλέγουν να «εξαφανίζουν από τον χάρτη» πολιτικό λόγο που δεν τους αρέσει ή δεν εναρμονίζεται με τις δικές τους προσωπικές συμφωνίες του παρασκηνίου. Σε ακραίες περιπτώσεις, φτάσαμε ολόκληροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί να έχουν τις δικές τους ομάδες πολιτικών και να διαγωνίζονται μεταξύ τους στο ποιος θα επικρατήσει, καθιστώντας τους πολιτικούς πιόνια, οι οποίοι με τη σειρά τους, αποδέχονται έναν νόθο ρόλο στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους.
Στην άλλη πλευρά, οι πολίτες επιθυμούν μια καλύτερη δημοκρατία, αλλά δεν δείχνουν διατεθειμένοι να μελετήσουν κείμενα, να ελέγξουν τη συνέπεια των λεγομένων και των γραφομένων, να συγκρίνουν και να προσπαθήσουν να δουν και πίσω από τις λέξεις αν χρειαστεί. Αρκούνται στο παραπολιτικό σχόλιο, στα πλάνα της τηλεόρασης που διαρκούν μερικά δευτερόλεπτα, στην κουβέντα του καφενείου, στο ισοπεδωτικό σχόλιο στο διαδίκτυο κάτω από ένα άρθρο το οποίο ούτε καν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν. Μάθαμε να λειτουργούμε φωτογραφικά, να κολλάμε ταμπέλες και ετικέτες, να προσπερνάμε γρήγορα, να μη φιλτράρουμε, να μη σκεφτόμαστε. Μάθαμε να καταδικάζουμε εύκολα και αβασάνιστα, να μην ερευνούμε τίποτα, να γουστάρουμε σπέκουλα και πρωτοσέλιδο, γελοιογραφία και λεζάντα.
Κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε ένα αύριο που θα είναι χειρότερο ακόμα και από όσα ζούμε σήμερα γιατί πέρα από την οικονομική δυστοκία, στον επόμενο τόνο υπάρχει κάτι πολύ πιο πολύτιμο. Η κριτική σκέψη. Το στοιχείο δηλαδή που, ακόμα και αν οι προσλαμβάνουσες είναι λανθασμένες ή μεροληπτικές, δίνει στον κάθε πολίτη την αίσθηση ότι επεξεργάστηκε κάτι, το διύλισε και διαμόρφωσε την προσωπική του άποψη και κατ’ επέκταση επιλογή.
Σε αυτό το «αύριο» η γενική αίσθηση θα είναι ότι ο τόπος κυβερνάται από κάτι το τελείως απόμακρο, που κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει, που κανείς δεν μπορεί να μεταβάλει αλλά όλοι αρέσκονται να βρίζουν. Εκείνο όμως θα κάνει τη δουλειά του και θα ικανοποιεί τους δικούς του ιδιοτελείς στόχους. Δεν είναι πολύ διαφορετικό αυτό απ’ όσα σήμερα βλέπουμε γύρω μας, αλλά ποιος είναι τελικά ο στόχος ; Να το κάνουμε θεσμό και άθελά μας να το αποθεώσουμε και να το ριζώσουμε για πάντα μετά παιάνων και εκκωφαντικής αδιαφορίας από την πλευρά μας ;
Οι πολιτικοί απομακρύνονται από το αντικειμενικό
Μέσα στη γενικότερη απαξίωση, την καθολική αποκαθήλωση θεσμών και ιεραρχιών, την ολική «μακαροναδοποίηση» ρόλων και λειτουργιών, οι πολιτικοί από όλα τα κόμματα δείχνουν μουδιασμένοι, χωρίς πυξίδα και κυρίως χωρίς τόλμη να βγουν μπροστά από την κοινωνία και να παίξουν τον δικό τους ρόλο. Εκείνον που τους ορίζει να αποτελούν την προμετωπίδα της κοινωνίας μέσα στη Βουλή, να είναι ο ιμάντας που ενώνει τους πολίτες με τα κέντρα αποφάσεων και διακυβέρνησης, να είναι οι ταγοί που θα οδηγήσουν μια ευνομούμενη κοινωνία σε ένα καλύτερο μέλλον και όχι στην αυτοκαταστροφή της.
Φοβισμένοι πολλές φορές, απαξιωμένοι και κοιτώντας να εξασφαλίσουν παροδικά είτε την εκλογή, είτε την επανεκλογή τους, χαμένοι μέσα στις ισορροπίες που θέλουν να κρατούν προκειμένου να αυξάνουν τον κατάλογο των ψήφων τους, απομακρύνονται από το αντικειμενικό και διστάζουν να υπηρετήσουν και να παρέμβουν στα προφανή.
Δεκάδες θέματα που είναι μονοσήμαντα, δεν μπορούν να έχουν πολλές ερμηνείες, ούτε πολλές οπτικές γωνίες, γίνονται αδιάβατο πεδίο για τους πολιτικούς και αφήνονται σε μια κανιβαλική νοοτροπία που παράγει τελικά οσμές αποσύνθεσης και αδυναμίας του ίδιου του πολιτικού προσωπικού.
Δεν μπορεί ένας πολιτικός να μην τοποθετείται για προφανή θέματα που έχουν να κάνουν με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των πολιτών, με την ασφάλειά τους, με τα ασφαλιστικά ταμεία, με την ύδρευση των πόλεων, με τα νοσοκομεία, με τα έργα υποδομών και άλλα, όταν βλέπει ότι αντικειμενικά κάτι πηγαίνει στραβά ή ότι όλα αυτά γίνονται πεδίο κομματικών ξεκαθαρισμάτων και αντιπαράθεσης αυστηρά ιδιοτελών συμφερόντων.
Αυτή η κατάσταση φόβου και τρόμου, τελικά κάνει και τους πολιτικούς να διστάζουν να διατυπώσουν άποψη, την ώρα που θα έπρεπε αυτή να είναι αιχμηρή, διαπρύσια, σαφής και συγκεκριμένη.
Εκ των πραγμάτων, ένας πολιτικός ή οποιοσδήποτε διαχειρίζεται κάποιου είδους εξουσία, δεν μπορεί να τα έχει καλά με όλους. Δεν μπορεί να είναι αρεστός σε όλους. Μη φτάσουμε δηλαδή και στο άλλο άκρο, να θεωρούμε κάποιον υπερδημοφιλή επειδή απλώς δεν κάνει τίποτα ή κάνει την περισσότερη ησυχία !
Στο δρόμο της ανατροπής
Πολλοί συμπολίτες μπροστά στη λαίλαπα της εποχής στρέφονται στο ακραίο. Απαξιώνουν συλλήβδην την πολιτική, αφορίζουν, δαιμονοποιούν και άθελά τους συμβάλουν στον ερχομό ενός άκρατου ολοκληρωτισμού που θα σαρώσει και θα ισοπεδώσει τα πάντα στο πέρασμά του. Εκ των πραγμάτων, αν επικρατήσει κάτι τέτοιο, θα είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγούμε από αυτό διότι η εποχή που ζούμε προσφέρει πολλές «τεχνολογίες» και πρακτικές χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Μπορούμε άνετα να οδηγηθούμε σε μια εικονική πραγματικότητα που οι πολίτες θα νομίζουν ότι διαβιούν σε μια οργανωμένη κοινωνία και οι πολιτικοί θα νομίζουν ότι την κυβερνούν και νομοθετούν για να την κάνουν καλύτερη.
Μπροστά σε αυτόν τον ορατό κίνδυνο απαιτείται σύνεση, ηρεμία και καθαρή ματιά. Όλοι μας παρασυρόμαστε πολλές φορές και είναι απολύτως ανθρώπινο. Όλοι μας φοβόμαστε πολλά γιατί νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Ψάχνουμε ακόμα και πίσω από το πιο απλό πράγμα να βρούμε ποιο λάκκο έχει η φάβα και όχι αδίκως.
Όμως, εδώ που φτάσαμε πια χρειάζεται και ψυχραιμία. Ούτε οι βιαιοπραγίες, ούτε τα αναποδογυρισμένα τραπέζια, ούτε οι μούντζες, ούτε η εκσφενδόνιση ποτηριών, ούτε οι καταστάσεις χάους και τρόμου θα μας οδηγήσουν στην ανατροπή.
Πρέπει να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι δεν αναζητάμε τους αμόλυντους και τους θεανθρώπους γιατί απλά δεν υπάρχουν. Όλοι έχουν αδυναμίες, όλοι μπορούν να παρασυρθούν. Πρέπει να διακρίνουμε τους συνεπείς, τους αγωνιστές, τους επίμονους, τους δημιουργικούς, του παρόντες. Ειδικά το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό ζώντας μέσα σε μια κοινωνία που την έχουν μάθει να αποθεώνει τις απουσίες …
http://vbalafas.blogspot.com/2012/04/blog-post_09.html