Tο έργο της καταγραφής και ψηφιοποίησης των κινητών μνημείων συνιστά μια εμβληματική, πολυεπίπεδη απόπειρα για το χώρο του πολιτισμού.
Σχεδιάστηκε ώστε να δημιουργήσει το «Εθνικό Αρχείο Μνημείων» ένα σύγχρονο ψηφιακό διαχειριστικό και επιστημονικό εργαλείο και μέσο για την προβολή του πολιτισμικού αποθέματος της χώρας στο παγκόσμιο ειδικό και μη κοινό.
Επιπλέον, η επιτυχής υλοποίησή του θα αποτελούσε βασικό όπλο κατά της αρχαιοκαπηλίας και θα εισήγαγε την Αρχαιολογική Υπηρεσία επιτυχώς στο απαιτητικό, σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον.
Τη σύνθετη αυτή αποστολή, η οποία χρηματοδοτήθηκε κυρίως από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κλήθηκε να φέρει εις πέρας ο Δημόσιος Τομέας σε σύμπραξη με Ιδιωτικές Επιχειρήσεις.
Για το σκοπό αυτό η Αρχαιολογική Υπηρεσία ενισχύθηκε πανελλαδικά με νέους εξειδικευμένους επιστήμονες, οι οποίοι προσλήφθηκαν με κριτήρια ΑΣΕΠ και απασχολήθηκαν υπό το καθεστώς μικρής διάρκειας, συνεχώς ανανεούμενων, συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Το ανθρώπινο δυναμικό τα τελευταία 4 χρόνια, υπερβαίνοντας αντίξοες εργασιακές συνθήκες και χρόνιες στρεβλώσεις του διοικητικού μηχανισμού, τεκμηρίωσε και ψηφιοποίησε συστηματικά μέρος του ανεξάντλητου πολιτιστικού αποθέματος της χώρας -εκτεινόμενο χρονολογικά από την Παλαιολιθική Εποχή μέχρι και τα Νεώτερα Χρόνια-, δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο σε όγκο και ποιότητα αποθετήριο σύγχρονης ειδικής ορολογίας -κτήμα πλέον της επιστημονικής κοινότητας-, και έφερε στο φως αγνοημένα μέχρι σήμερα και ανεκτίμητης πολιτισμικής αξίας ευρήματα και τους χώρους προέλευσής τους.
Οι διαδικασίες αυτές σε πολλές περιπτώσεις γέννησαν και εισήγαγαν νέες και σύγχρονες πρακτικές πολιτισμικής διαχείρισης και απέδειξαν πως το επιστημονικό προσωπικό της χώρας είναι σε θέση να υλοποιήσει, εντός στενών χρονοδιαγραμμάτων, απαιτητικά εγχειρήματα, δημιουργώντας συνθήκες καινοτομίας και αριστείας εντός της ελληνικής επικράτειας και μιας Δημόσιας Υπηρεσίας.
Σε αντίθεση, η εμπλοκή των Ιδιωτικών Επιχειρήσεων στο πλαίσιο του Έργου επιβεβαίωσε πως η επιδίωξη εξαγωγής οικονομικής υπεραξίας στα ευαίσθητα πεδία της επιστήμης και του πολιτισμού, λειτουργώντας -εκ του αποτελέσματος- κατά του δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει, υπό τέτοιους όρους, να είναι απαγορευτική.
Λίγο πριν την επιτυχή καθιέρωση του «Εθνικού Αρχείου Μνημείων», αλλά και της απόδοσης της εργασίας των τελευταίων χρόνων στους άμεσα ωφελούμενους, την Αρχαιολογική Υπηρεσία, την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό, το έργο της καταγραφής και ψηφιοποίησης των κινητών μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού πρόκειται για αδιευκρίνιστούς λόγους να διακοπεί στο τέλος Νοέμβρη, ακυρώνοντας στην πράξη την σοβαρή Επένδυση που έχει πραγματοποιηθεί σε ανθρώπινο δυναμικό, τεχνογνωσία, αλλά και υλικοτεχνικές υποδομές.
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα νομίζουμε είναι εάν το «Εθνικό Αρχείο Μνημείων» θα συνιστά μελλοντικά ακόμη μια τραγελαφική ιστορία σπόρου που επιχείρησε να ανθήσει και να ομορφύνει εντός της κοιλάδας του ελληνικού Δημόσιου Τομέα. Και φυσικά αν αισθάνονται την ανάγκη οι κάθε λογής «κηπουροί» και επίδοξοι «θηρευτές» του να το απαντήσουν…
Εργαζόμενοι στο έργο της ψηφιοποίησης των κινητών μνημείων