Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4968RSS FEED
Σπύρος Ματσούκας, ο άγνωστος εθναπόστολος
08/05/2013
Γράφει ο Αθανάσιος Καραπέτσας

 
Ο Σπύρος Ματσούκας πρωτόειδε το φως της ζωής του στην Υπάτη. Οι απόψεις σχετικά με το χρόνο γέννησής του διίστανται. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε το 1873[1]. Άλλοι, το έτος 1870[2]. «Οι μακρινοί πρόγονοι του ποιητή», γράφει ο Θεόκτιστος Λαϊνάς, «κατήγοντο από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Η πατριωτική δράσις ολοκλήρου της οικογενείας Ματσούκα υπήρξεν αιτία, ώστε να εγκαταλείψουν την πόλιν των Τρικάλων και να εγκατασταθούν το πρώτον εν Λαμία και ύστερον εν Υπάτη μονίμως, εις την ζωήν της οποίας έπαιξαν σπουδαίον ρόλον καθότι ήσαν οι περισσότερον ευκατάστατοι εις αυτήν»[3]. Αυτή η πατριωτική δράση και η αδιάκοπη πάλη για τη λευτεριά οδήγησε τον εχθρό στο να «σφάξει» το ένα από τα πέντε αγόρια της οικογενείας. Το ανελέητο κυνηγητό και ο φόβος για τη ζωή και των άλλων μελών τούς έσπρωξε να βρούνε ασφαλέστερο καταφύγιο στην Υπάτη[4].

Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Υπάτη και στη Λαμία πηγαίνει στην Αθήνα όπου σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και όπως ο ίδιος έλεγε «κατάντησε δικηγόρος»[5]. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του τόσο το οικογενειακό περιβάλλον όσο και ο γεμάτος ιστορία και μύθους γύρω τόπος σημαδεύουν καθοριστικά τον ψυχικό κόσμο του. «Ο περίγυρος με την πλούσια ιστορική και πνευματική παράδοση, το υποβλητικό τοπίο της γενέτειρας, τα πρώτα εφηβικά χρόνια στο Γυμνάσιο Λαμίας, οι οικογενειακές δοκιμασίες, όλα καταγράφονται, πλούσιο απόθεμα μέσα στην αισθαντική του φύση[6]». Όταν έκανε τις Γυμνασιακές του σπουδές στη Λαμία μαθαίνει το θάνατο του πατέρα του. Με τα πόδια καθώς πηγαίνει στην Υπάτη ο πικρός πόνος απ’ το χαμό του πατέρα τού ενέπνευσε το πρώτο του ποίημα και μ’ αυτό τον προσφώνησε. Μ’ αυτή λοιπόν τη βαριά λύπη τον πήρε στα φτερά του ο Πήγασος και τον έφερε στη χώρα των Ελικωνίδων[7].

Στην Αθήνα και κατά τη φοιτητική του ζωή γνωρίζεται με τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση. «Η γνωριμία του αύτη έπαιξε πρωτεύοντα ρόλον και σπουδαίαν σημασίαν εις την μετέπειτα ζωήν του. Ο Μαλακάσης, ο ποιητής του γνωστού «Μπαταριά», κατώρθωσε ν’ αποκτήση τον Σπύρο Ματσούκα επιστήθιον φίλον του. Μαζί διέρχονται τας περισσοτέρας ώρας της φοιτητικής των ζωής. Αντί να μελετούν την θέμιδα, αναγιγνώσκουν ποιητικάς συλλογάς «φτασμένων ποιητών» και απαγγέλλει ο ένας εις τον άλλον τας ποιητικάς του δημιουργίας εις ρομαντικούς περιπάτους πότε εις τον δεσποτικόν Υμηττόν και πότε εις τους νοσταλγικούς δρόμους της Ακροπόλεως, ενώ οι συμφοιτηταί των παρηκολούθουν τα μαθήματα εις το Πανεπιστήμιον»[8].


 
Το αντιτορπιλικό «Νέα Γενεά» που αγοράστηκε με χρήματα που μάζεψε από εράνους ο Σπύρος Ματσούκας


Φοιτητής, το 1896, αναμίχθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης. Το πρώτο εθνικό σκίρτημα ξυπνάει την ευαίσθητη ψυχή του. Ο Μιλτ. Μαλακάσης γράφει:

«Κατά την τελευταίαν Κρητικήν επανάστασιν, την σημάνασαν πλέον και τον χαρμόσυνον κώδωνα της Ελευθερίας της πολυπαθούς μεγαλονήσου, ο Ματσούκας κατήλθεν εκ των πρώτων εκεί, πολεμήσας παρά το πλευρόν των λεοντοθύμων εκείνων ανδρών, μετ’ ανδρείας ήτις φέρεται ακόμη εις τα χείλη των συμπολεμιστών του Κρητών, ως παραδειγματική και αξιοθαύ- μαστος. Λέγεται ότι εις τας μάχας ετραγούδει θούρια άσματα, πρώτος αυτός ανοίγων τον τουφεκισμόν και τελευταίος παραδιδόμενος εις την ανάπαυσιν.

Κατά την πολιορκίαν της Κανδάνου, προσεφέρθη μετά δύο άλλων Κρητών να ανατινάξωσι εις τον αέρα τον πολιορκημένον και μη παραδιδόμενον πύργον της, με την ασφαλή βεβαιότητα αναποφεύκτου συγκαταστροφής. Ο ποιητής μετέλαβε τότε των αχράντων μυστηρίων ενθουσιώδης και ατάραχος, άλλ’ η Κάνδανος έπεσε τη θεία συνάρσει άνευ της ανάγκης του απεγνωσμένου εγχειρήματος»[9].

Ο ατυχής πόλεμος του 1897

Το 1897 ξεσπάει ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Μέσα στον πυρετό του πολέμου αυτού εγκαταλείπει τις σπουδές του και κατατάσσεται στο στρατό[10]. Χαρακτηριστικά ο Θεόκτιστος Λαϊνάς γράφει: «Μεταξύ των πρώτων εγκαταλείπει τα πάντα: Πανεπιστήμιον, φίλους, γονείς, συγγενείς και έρχεται εις την γενέτειράν του να φιλήση το χέρι της μητέρας του, να πάρη την ευχή της, και να πολεμήση τους καταραμένους Τούρκους. Απεχαιρέτησε τα πεύκα, τα κρυστάλλινα νερά, τας μαγευτικάς τοποθεσίας της Οίτης, τα μαγευτικά δειλινά της νοσταλγικής Υπάτης, την μόνιμον συντροφιάν του κατά τους θερινούς μήνας, όπου ανεπαύετο κατά τας διακοπάς του Πανεπιστημίου, και υπό την σκιάν της Ιστορίας εμελοποίει τα όνειρά του, τα οποία τώρα θα υλοποιούσεν αγωνιστής και τραγουδιστής εις τας πρώτας γραμμάς του Ελληνικού αγώνος»[11].


 
Ο Σπύρος Ματσούκας απαγγέλλει ποιήματά του σε στρατιώτες για να τους εμψυχώσει

Όλως παραδόξως, όλοι είχαν την υποψία, «ότι η Ελλάδα είχε παρασυρθή σε ένα πόλεμο προκαταδικασμένο. Ότι κάποιες αόρατες και σκοτεινές δυνάμεις μας είχαν παρακινήσει τεχνηέντως να επιτεθούμε κατά της Τουρκίας με τη βεβαιότητα ότι θα μας συνέτριβε αυτή η πολεμική μας εξόρμηση. Με άλλους λόγους, ότι πίσω από τον πόλεμο εκείνο υπήρχε ολόκληρη δολοπλοκία, η οποία απέβλεπε όχι μόνο σε μια στρατιωτική ήττα μας, αλλά στη γενικότερη εθνική μας εξουθένωση»[12]. Παρ’ όλα αυτά, ατρόμητος ρίχνεται στον πόλεμο. Στο Βελεστίνο, «προέτασσε τα στήθη του εις το εχθρικόν πυρ εύθυμος και τραγουδών»[13]. Στο Δομοκό, «πολεμών όρθιος και ψάλλων τα εθνικά μας άσματα, μετέδιδε δια της ως από χαλκίνου στήθους στεντορείας φωνής του την μέθην του ηρωισμού και της αυτοθυσίας»[14].

Αλλά και η συνθήκη ειρήνης, ταπείνωση και ντροπή έφερε στον υπερήφανο ελληνικό λαό. «Η τελευταία φάση του πολέμου του ’97, η φάση της συνθηκολογήσεως, υπήρξε για το έθνος εξ ίσου ταπεινωτική όσο και η στρατιωτική μας ήττα. Διότι, αφού μας πειθανάγκασαν να εκλιπαρήσωμε μια ντροπιασμένη ανακωχή, κατόπιν μας ενέπλεξαν σε μια εξοργιστική διαπραγμάτευση με τον σουλτάνο, ο οποίος προέβαλε αιφνιδίως τις θρασύτερες – και ατιμωτικότερες για μας – αξιώσεις»[15].


 
Ο Σπύρος Ματσούκας προικίζει ορφανά πολέμου


Η επιστροφή στην Υπάτη

Με το τέλος του πολέμου συντετριμμένος γυρίζει στην Υπάτη. Μεγάλος ο πόνος του απ’ την ατυχή κατάληξή του. Η ψυχή του κλαίει, τα όνειρα ξέφτισαν, οι μεγάλες ιδέες θάφτηκαν. Τώρα το κλάμα της ψυχής του γίνεται τραγούδι, τραγούδι παρηγοριάς κι ελπίδας για νέο ξεκίνημα, για αναγέννηση, για αναβάπτιση στα ιδανικά και τις αξίες της φυλής. «Η Υπάτη της γαλήνης και της περισυλλογής στήνει μέσα του όρθιους πάλι τους λυρισμούς του αγωνιστή. Η δικηγορία όμως προσκρούει στις βαθύτερες επιλογές της ψυχής του. Φλέγεται να δράσει, να δουλέψει για την Πατρίδα. Γράφει στίχους, γράφει αδιάλειπτα, τραγουδά και οραματίζεται. Καταστρώνει τα μεγάλα πατριωτικά του ταξίδια ενάντια στην ηττοπάθεια των καιρών. Και συγχρόνως γράφει. Ο λόγος του αναβλύζει ακράτητος σαν καταρράκτης από σχισμή βράχου»[16].

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Σπύρος Ματσούκας, ο βάρδος της λευτεριάς» του Αθανάσιου Καραπέτσα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας, ISBN: 978-960-6813-13-9, ημ. έκδοσης: 2009, σελίδες 180.


 
Αφοσιώθηκε στην πατριωτική ποίηση. «Προικισμένος με ηχηρή φωνή, ψηλό κι επιβλητικό ανάστημα, γύριζε, όχι μόνο τις πολιτείες και τα χωριά μας, αλλά και τον έξω κόσμο, αφού έφτασε ως την Αμερική, απαγγέλλοντας τα ποιήματά του, και κάνοντας εράνους, για εθνικούς και κοινωνικούς σκοπούς»[17]. Σε άλλο σημείο γράφει πάλι η Χρυσάνθη Ζιτσαία: «περιήρχετο τα σχολεία απαγγέλλοντας για να εμφυσήσει ενθουσιασμό στη σπουδάζουσα νεολαία… μ’ απλά σαλπίσματα μα που αυτά ήταν ποτισμένα με την πατριωτική πνοή του, και βαφτισμέμα στη φλόγα που λαμπάδιαζε στα σωθικά του, κι είχαν την ικανότητα, να ξεσηκώνουν τις ψυχές, να τονώνουν το πατριωτικό φρόνημα, να σπέρνουν «την εθνική ιδέα». Κι αυτός ο σπόρος να είναι εξαιρετικά γόνιμος, και να αποδίδει πολλούς κι ωφέλιμους καρπούς. Αυτά τα χωρίς ιδιαίτερες ποιητικές αξιώσεις αυτοσχέδια – ανάλογα με την ώρα και το σκοπό – στιχουργήματα γίνονταν το έναυσμα στις καρδιές, για πατριωτικές εξάρσεις, κι ευεργετικές επιδράσεις, γύρω από κοινωφελείς σκοπούς»[18].


________________________________________
[1] α) Δημήτριος Νάτσιος: Ιστορικά άγνωστα για το Σπύρο Ματσούκα, σελ. 41. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά», Λαμία 1980.
β) Αλέκου Βασιλείου-Δημ.Θ.Νάτσιου: Φθιωτική ποιητική ανθολογία 1893-1989, σελ. 116. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά», Λαμία 1990.
γ) Πολυτίμη Τζωρτζοπούλου: Εισαγωγή στη φθιωτική ποίηση, σελ. 12. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά», Λαμία 1990.
[2] α) Χρυσάνθη Ζιτσαία: Σπύρος Ματσούκας 1870-1928, σελ. 75. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά», Λαμία1985.
β) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τομ. 41, σελ.39.
[3] Θεόκτιστου Λαϊνά; Σπύρος Ματσούκας, σελ. 241. Περ. «Στερεοελλαδική Εστία», τχ. 11-12, Λαμία 1961.
[4] Ζαναντρίς (Ιωάννα Ανδριανοπούλου): Ο Εθναπόστολος Σπύρος Ματσούκας, σελ. 16-17. Αθήνα 1958.
[5] Αλέκου Βασιλείου-Δημ.Θ.Νάτσιου: Φθιωτική ποιητική ανθολογία 1893-1989, σελ. 116. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά», Λαμία 1990.
[6] Πολυτίμη Τζωρτζοπούλου: Εισαγωγή στη φθιωτική ποίηση, σελ. 12. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά», Λαμία 1990.
[7] Ζαναντρίς (Ιωάννα Ανδριανοπούλου): Ο Εθναπόστολος Σπύρος Ματσούκας, σελ. 18. Αθήνα 1958.
[8] Θεόκτιστου Λαϊνά: Σπύρος Ματσούκας, σελ. 242. Περ. «Στερεοελλαδική Εστία», τχ. 11-12, Λαμία 1961.
[9] Μιλτιάδη Μαλακάση: Άπαντα, τομ. Δ´, σελ. 632.
[10] Πολυτίμη Τζωρτζοπούλου: Εισαγωγή στη φθιωτική ποίηση, σελ. 12. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά» Λαμία 1990.
[11] Θεόκτιστου Λαϊνά: Σπύρος Ματσούκας, σελ. 243. Περ. «Στερεοελλαδική Εστία», τχ. 11-12. Λαμία 1961
[12] Γεώργιος Ρούσος: Το Μαύρο ’97, σελ. 20. Εκδ. Φυτράκης.
[13] Φ.Κ.Σκόκος: Σπύρος Ματσούκας, σελ. 381. Ημερολόγιο 1904.
[14] Στο ίδιο, σελ. 381.
[15] Γεώργιος Ρούσος: Το Μαύρο `97, σελ. 237. Εκδ. Φυτράκης.
[16] Πολυτίμη Τζωρτζοπούλου: Εισαγωγή στη φθιωτική ποίηση, σελ. 12. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά» Λαμία 1990.
[17] Χρυσάνθη Ζιτσαία: Σπύρος Ματσούκας 1870-1928, σελ. 75. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά» Λαμία 1985.
[18] Χρυσάνθη Ζιτσαία: Σπύρος Ματσούκας 1870-1928, σελ. 75-76. Περ. «Φθιωτικά Χρονικά». Λαμία 1985.

http://www.filistor.net/2013/04/243
 
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Ενιαίος Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης