Νινευί: Η πόλη, η λεηλασία και η ισοπέδωσή της το 612 π.Κ.Χ.18/04/2013
Γράφει ο Νίκος Μπατσιούλας Η Νινευί ήταν πόλη των Ασσυρίων στην ανατολική όχθη του ποταμού Τίγρη. Διετέλεσε πρωτεύουσα της Νέο-Ασσυριακής Αυτοκρατορίας, ενώ τα σημερινά της ερείπια βρίσκονται απέναντι από τη σημερινή Μοσούλη, στο Ιράκ. Η θέση της στον ποταμό Τίγρη, αποτελούσε ένα σταυροδρόμι μεταξύ ανατολής και δύσης, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και την συσσώρευση πλούτου, κάνοντάς τη μια από τις σπουδαιότερες αρχαίες πόλεις. Εκτός από εμπορικό σημείο, η πόλη ήταν χτισμένη επάνω σε τεκτονικό ρήγμα και καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της υπέφερε από σεισμούς, όπως έναν που κατέστρεψε τον πρώτο ναό της Ιστάρ.
Το πιο πιθανό είναι ότι το όνομα της πόλης προέρχεται από τη θεά Ιστάρ, αφού Νίνα είναι ένα από τα βαβυλωνιακά ονόματα της θεάς. Άλλωστε, η πόλη ήταν ήδη από το 3000 π.Κ.Χ. σημαντικό μέρος λατρείας της. Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ότι η πόλη ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά και ήρωα Νίνο, ο οποίος θεωρούνταν γιος του μεσοποτάμιου θεού Βήλου (Κρόνος σε αντιστοιχία με την ελληνική μυθολογία) ή, κατά τον Ηρόδοτο, γιος του Αλκαίου, που ήταν με τη σειρά του γιος του Ηρακλή με την Ομφάλη. Σύμφωνα με τη Βίβλο, ο Νεβρώδ γιος του Κους ήταν ο ιδρυτής της πόλης, ενώ στην Τορά αναφέρεται ο Ασούρ γιος του Σεμ. Πάντως, πολλοί μελετητές έχουν αντιστοιχίσει τον Νεβρώδ με τον Νίνο.
Ο Νίνος αναφέρεται ως εφευρέτης της στρατιωτικής τέχνης και ότι ήταν ο πρώτος που συγκρότησε μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς, ενώ παράλληλα ήταν ο πρώτος που εξημέρωσε κυνηγόσκυλα και άλογα για ίππευση, για αυτό και αναπαρίσταται συχνά ως Κένταυρος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του συμμάχησε με τον μυθικό βασιλιά της Αραβίας Αριαίο και μέσα σε 17 χρόνια κατέλαβαν όλη την Ασία μέχρι την Ινδία. Η Βακτριανή ήταν η περιοχή που αντιστάθηκε αρκετά, αλλά τελικά την κατέκτησε χάρη σε μια γυναίκα, τη Σεμίραμις, την οποία αργότερα παντρεύτηκε.
Η Νινευί φαίνεται να έγινε πρωτεύουσα του Ασσυριακού κράτους για πρώτη φορά το 1300 π.Κ.Χ. επί βασιλείας του Σαλμανέσερ. Σε αυτή τη θέση παρέμεινε για περίπου δύο αιώνες, οπότε και η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Καλά. Έκτοτε η Νινευί εμφανίζεται ως ένα απλό αστικό κέντρο. Η μεγάλη άνθιση της πόλης ήρθε με την Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία, η οποία ξεκίνησε το 934 π.ΚΧ., και πιο συγκεκριμένα με τον βασιλιά Ασουρνασιρπάλ τον 2ο, ενώ κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σενναχερίμ, περίπου το 700 π.Κ.Χ., οπότε και η Νινευί έγινε ξανά η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Στην περίοδο της ακμής της, η πόλη καταλάμβανε περίπου 7 τ.χλμ. και δεκαπέντε πύλες. 18 κανάλια της έφερναν νερό μέσω του υδραγωγείου, ενώ ο πληθυσμός της ανέρχονταν στους 100.000 με 150.000 κατοίκους, διπλάσιους από όσους είχε η Βαβυλώνα την ίδια περίοδο.
Στην Βίβλο η Νινευί αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιωνά, στον οποίο ο Θεός είχε αναθέσει να φέρει τους κατοίκους της στον σωστό δρόμο, αφού η πόλη αναφέρεται ως άξια καταστροφής. Ο Ιωνάς αποφάσισε να μην κατευθυνθεί προς την Νινευί αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση και πήρε ένα πλοίο προς την Ταρσό. Τότε μια καταιγίδα χτύπησε το πλοίο και ο Ιωνάς ομολόγησε ότι εκείνος ήταν ο υπαίτιος των δεινών τους. Οι ναύτες τον πέταξαν στην θάλασσα και η καταιγίδα κόπασε, ενώ τον Ιωνά τον κατάπιε ένα γιγάντιο ψάρι. Ο Ιωνάς έμεινε στην κοιλιά του για 3 μέρες, ώσπου να μετανοήσει, οπότε και το ψάρι τον έφτυσε έξω. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στη Νινευί όπου δίδαξε τον πληθυσμό της, ο οποίος μετανόησε και η πόλη σώθηκε από την καταστροφή.
Στο βιβλίο του Ιωνά, η Νινευί αναφέρεται ως μια τεράστια πόλη, την οποία για να τη διασχίσεις σε πλάτος χρειάζονται τρεις μέρες. Ακόμη, το ιδεόγραμμα που αντιστοιχεί στο όνομα της πόλης, έχει τη σημασία του «Οίκου των ψαριών».
Μνημεία και έργα τέχνηςΤο παλάτι του Σενναχερίμ και η βιβλιοθήκη του Ασουρμπανιπάλ αποτελούν σίγουρα δύο από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης. Πέρα από αυτά, υπήρχαν διάφοροι ναοί μεσοποτάμιων θεοτήτων, αγάλματα του Φαραώ Τάρκου στις εισόδους της πόλης, τα οποία ήταν τρόπαια από την κατάκτηση της Αιγύπτου. Ακόμη η πόλη είχε φαρδιές λεωφόρους, πάρκα και κήπους, όπως τον βοτανικό κήπο που δημιουργήθηκε επί Σενναχερίμ και είχε φυτά από όλες τις άκρες της αυτοκρατορίας.
Βασιλικό κυνήγι λιονταριών, από το βόρειο παλάτι (645-635 π.Κ.Χ.). Βρετανικό μουσείο. Φωτογραφία: Mark.murphy
Το παλάτιΟ Σενναχερίμ έχτισε στη Νινευί «το παλάτι χωρίς αντίπαλο», ένα κτίριο με διαστάσεις περίπου 503×242 μέτρα, αποτελούμενο από τουλάχιστο 80 δωμάτια, πολλά από τα οποία ήταν επενδεδυμένα με τοιχόγλυπτα. Οι τοίχοι του ήταν φτιαγμένοι από κομμάτια ασβεστόλιθου και τούβλα από λάσπη, ενώ το ύψος του κεντρικού οικοδομήματος έφτανε τα 20 μέτρα και των εξωτερικών τοίχων τα 40. Οι κεντρικές πόρτες πλαισιώνονταν από κολοσσιαία αγάλματα που ζύγιζαν περίπου 30 τόνους το κάθε ένα και παρίσταναν φτερωτούς λέοντες ή ταύρους με ανθρώπινα κεφάλια, τα οποία προέρχονταν από λατομεία 50χλμ. μακριά. Μάλιστα, στο παλάτι βρέθηκαν περίπου 3 χιλιόμετρα από ανάγλυφες λίθινες πλάκες, οι οποίες απεικονίζουν όλα τα βήματα που χρειάστηκαν για να χτιστεί το παλάτι. Μια από αυτές, δείχνει 44 άτομα να ρυμουλκούν ένα από αυτά τα κολοσσιαία αγάλματα και άλλα τρία άτομα να συντονίζουν την επιχείρηση. Τέλος, μόλις τα αγάλματα τοποθετούνταν στη θέση τους, τεχνίτες και γλύπτες αναλάμβαναν να τα τελειοποιήσουν και να τα φέρουν στην τελική τους μορφή. Το παλάτι υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια των διαμαχών διαδοχής του Σενναχερίμ, τις οποίες όμως αποκατέστησαν οι διάδοχοί του με τελευταίο τον Ασουρμπανιπάλ, ο οποίος έχτισε σε μικρή απόσταση ένα δεύτερο ανάκτορο.
Η βιβλιοθήκηΟ βασιλιάς Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλος) ίδρυσε τον 7ο αιώνα π.Κ.Χ. μια μεγάλη βιβλιοθήκη, στην οποία συγκέντρωσε ή αντέγραψε τα περισσότερα έργα από όλη την αυτοκρατορία του. Ήταν η πρώτη οργανωμένη βιβλιοθήκη στη Μέση Ανατολή και περιελάμβανε περισσότερες από 30.000 πλάκες με διάφορα θέματα που είχαν να κάνουν με τη λογοτεχνία, τη θρησκεία, την αστρολογία, τη διοίκηση, καθώς και τα μαθηματικά, τη βοτανολογία, τη χημεία και τη λεξικολογία. Ανάμεσα στα ευρήματα της βιβλιοθήκης του Ασουρμπανιπάλ συγκαταλέγονται το έπος του Γκιλγκαμές και το έπος της (βαβυλωνιακής) δημιουργίας.
Χαρακτηριστικό άγαλμα της Νινεβί που απεικονίζει ταύρο με ανθρώπινο κεφάλι και φτερά. Πηγή: newworldencyclopedia.org
Ο πόλεμος
Μετά τον θάνατο του τελευταίου μεγάλου βασιλιά της, Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλου), το 627 π.Κ.Χ., η Νέο – Ασσυριακή Αυτοκρατορία άρχισε να ταλανίζεται από μια σειρά από εμφύλιους πολέμους, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωσή της. Την ευκαιρία δεν έχασαν οι Βαβυλώνιοι και οι Μήδοι, οι οποίοι και οι δύο ήταν υποτελείς των Ασσυρίων, και το 616 π.Κ.Χ. ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Σκύθες και τους Κιμέριους, ενάντια στην αυτοκρατορία. Παράλληλα, πολιόρκησαν τη Νινευί η οποία έπεσε το 612 π.Κ.Χ..
Οι πρωταγωνιστές
ΣινσκαρισκούνΑναφέρεται (προφανώς) και ως Σαράκος από τον ιστορικό Βήρωσσο. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για αυτόν και οι περισσότερες πηγές είναι βαβυλωνιακές. Ήταν γιος του Ασουρμπανιπάλ και πιθανόν αδελφός του τελευταίου Ασσύριου βασιλιά, Ασουρμπαλίτ του 2ου. Ανέβηκε στον θρόνο περίπου το 627 π.Κ.Χ. ύστερα από μάχες ενάντια σε άλλους διεκδικητές, ανατρέποντας τον μεγαλύτερο αδελφό του, Ασουρετιλάνι. Αφού ανέβηκε στον θρόνο, ο Σινσκαρισκούν είχε να αντιμετωπίσει έναν μεγαλύτερο εχθρό, τους Βαβυλώνιους, με τον μέχρι πρότινος άγνωστο ηγέτη τους Ναβοπολάσαρ, ο οποίος προσπάθησε να καταλάβει τη Νιπούρ, σημαντικό ασσυριακό κέντρο στην Βαβυλωνία. Ο Σινσκαρισκούν κατάφερε να σώσει την πόλη στέλνοντας ενισχύσεις, όμως ο στρατός του ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, δίνοντας την ευκαιρία στον Ναβοπολάσαρ να στεφθεί βασιλιάς της Βαβυλωνίας το 626 π.Κ.Χ.. Στη συνέχεια, ο Σινσκαρισκούν έκανε μια αντεπίθεση για να καταλάβει την πόλη Ουρούκ, την οποία κατάφερε όμως να κρατήσει πολύ λίγο και ενώ ήταν έτοιμος να βαδίσει προς τη Βαβυλώνα με έναν πολύ μεγάλο στρατό, σφετεριστές κατέλαβαν τη Νινευί και διεκδίκησαν τον θρόνο. Το μέρος του στρατού που έστειλε αυτομόλησε και έτσι αναγκάστηκε να μεταβεί ο ίδιος στη Νινευί για να καταπνίξει την επανάσταση. Παρότι οι πηγές για αυτή την περίοδο είναι περιορισμένες, φαίνεται ότι ο Σινσκαρισκούν κατάφερε να εδραιωθεί ξανά στη χώρα του, όμως είχε χάσει πολύτιμο χρόνο και εδάφη από τους Βαβυλώνιους.
Το 616 π.Κ.Χ. οι Βαβυλώνιοι, οι Μήδοι, οι Σκύθες και οι Κιμέριοι συνασπίστηκαν και λεηλάτησαν τις περιοχές και τις πόλεις της Ασσυρίας, πολιορκώντας τις μεγάλες πόλεις. Το κομμάτι του βαβυλωνιακού χρονικού που περιγράφει την πολιορκία της Νινευί είναι κατεστραμμένο και έτσι δεν ξέρουμε ακριβώς το τέλος του Σινσκαρισκούν, αν και το πιο πιθανό είναι να πέθανε προσπαθώντας να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά του.
ΝαβοπολάσαρΟ Ναβοπολάσαρ (658 – 605 π.Κ.Χ.) αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Βαβυλωνίων ενάντια στους Ασσύριους, οι οποίοι κυβερνούσαν την περιοχή για δύο περίπου αιώνες. Αφού πρώτα κατέλαβε τη Βαβυλώνα με νυχτερινή επίθεση, κέρδισε και τον ασσυριακό στρατό που είχε κινηθεί για να επανακαταλάβει την πόλη. Μετά από έναν χρόνο ακυβερνησίας στέφθηκε βασιλιάς της Βαβυλωνίας.
Συμμάχησε με τους Μήδους και επιτέθηκε στη Νινεβί, την οποία κατέλαβε το 612 π.Κ.Χ.. Παράλληλα με τον πόλεμο εναντίον των Ασσυρίων, από το 610π.Κ.Χ. μέχρι το τέλος της ζωής του, διεξήγαγε πόλεμο και ενάντια στην Αίγυπτο. Μάλιστα, το 605 π.Κ.Χ., ενώ ο ίδιος κατακτούσε την ασσυριακή πόλη της Χαράν, ο γιος του, Ναβουχοδονόσορ ο 2ος κέρδισε τον Φαραώ Νέχο τον 2ο και τους Ασσύριους, πλέον, συμμάχους του σε μια αποφασιστική μάχη στο Καρκεμίς (Εύρωπος). Την ίδια χρονιά παρέδωσε τον θρόνο στον γιο του Ναβουχοδονόσορα τον 2ο. Λίγο μετά την απόσυρσή του πέθανε ειρηνικά σε ηλικία 53 ετών.
Κυαξάρης ο ΜέγαςΉταν ο γιος του βασιλιά Φραόρτη και τρίτος βασιλιάς των Μήδων. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, επειδή ο Κυαξάρης απέκτησε μεγαλύτερη φήμη, λόγω των στρατιωτικών του επιτυχιών, από τον πατέρα του και τον παππού του, συχνά αναφέρεται ως ο πρώτος Μήδος βασιλιάς. Ακόμη, οι σημερινοί Κούρδοι τον θεωρούν γενάρχη τους.
Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Μηδείας, τα Εκβάτανα. Ενώ ήταν σε νεαρή ηλικία, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τον βασιλιά των Ασσυρίων Ασουρμπανιπάλ και το βασίλειό του πέρασε στα χέρια Σκύθων. Έκτοτε ορκίστηκε εκδίκηση. Αφού ανέτρεψε και σκότωσε τους Σκύθες που είχαν καταλάβει την εξουσία, ανακηρύχτηκε βασιλιάς των Μήδων και ετοιμάστηκε για πόλεμο με την Ασσυρία. Αφού εξέλιξε και οργάνωσε τον στρατό του, συμμάχησε με τον βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβοπολάσσαρ, σφραγίζοντας την συμφωνία με τον γάμο της κόρης του Αμύτι με τον βαβυλώνιο πρίγκιπα Ναβουχοδονόσορα.
Ο Ναβουχοδονόσορας κατασκεύασε ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, ως γαμήλιο δώρο στη γυναίκα του Αμύτι. Οι κήποι είχαν σκοπό να μετριάσουν την νοσταλγία της γυναίκας του για τις ορεινές περιοχές όπου γεννήθηκε.
Μετά την καταστροφή της Νινευί ο Κυαξάρης κατέκτησε τη βόρεια Μεσοποταμία, την Αρμενία και μέρη της Μικράς Ασίας αφού κήρυξε τον πόλεμο στους Λύδες και τον βασιλιά τους Αλυάτη τον 2ο. Ο πόλεμος κράτησε 5 χρόνια και έληξε με τη μάχη του ποταμού Άλυ που αποτέλεσε και το σύνορο των εδαφών του με τη Λυδία. Η μάχη έγινε στις 28 Μαΐου του 58 5π.Κ.Χ. και τελείωσε όταν κατά τη διάρκειά της έγινε ολική έκλειψη ηλίου, γεγονός που θεωρήθηκε σημάδι από τους θεούς, ότι έπρεπε να σταματήσει ο πόλεμος. Ο Κυαξάρης πέθανε λίγο μετά τη μάχη. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αστυάγης, πατέρας του Κύρου του Μέγα.
Η λεηλασίαΎστερα από επιτυχημένες εκστρατείες τα προηγούμενα χρόνια, το 612 π.Κ.Χ. ο Ναβοπολάσαρ και ο Κυαξάρης συγκέντρωσαν τους στρατούς τους έξω από τα τείχη της Νινευί και την πολιόρκησαν. Η πόλη ήταν πάρα πολύ καλά οχυρωμένη, με ψηλά τείχη, οχυρά και τάφρο είχε όμως ένα αδύνατο σημείο: διέρχονταν από έναν παραπόταμο του Τίγρη, τον Χοσρ. Η κοίτη του ποταμού ήταν τειχισμένη για να προστατεύει την πόλη από τις πλημμύρες, οι οποίες όταν συνέβαιναν γέμιζαν ταμιευτήρες ενσωματωμένους στα τείχη της πόλης. Αν και το έργο αυτό είχε ως σκοπό να ενισχύσει την άμυνα της πόλης, μπορούσε να αποδειχθεί ένα ευάλωτο σημείο των οχυρώσεων σε περίπτωση που ένας εχθρικός στρατός κατάφερνε να σπάσει το τείχος των ταμιευτήρων και να χυθεί το νερό. Η δύναμη και ο όγκος του νερού δεν ήταν ικανά για να βλάψουν σοβαρά τις οχυρώσεις της πόλης, η τρύπα όμως και ο ταμιευτήρας έδινε την δυνατότητα πρόσβασης στην πόλη. Η πολιορκία κράτησε τρεις μήνες και όταν η πόλη έπεσε, τον Αύγουστο, αφέθηκε τελείως στις ορέξεις των πολιορκητών, οι οποίοι λεηλάτησαν την πόλη και τους ναούς, κατακαίγοντας τα πάντα και μετατρέποντας την σε έναν σωρό από ερείπια. Όσοι από τους κατοίκους δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν προς άλλες ασσυριακές πόλεις, σφαγιάστηκαν ή οδηγήθηκαν στη δουλεία. Μάλιστα, το μέγεθος της σφαγής και της λεηλασίας φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό άταφων σκελετών που έχουν βρεθεί διάσπαρτοι στην πόλη από τους αρχαιολόγους.
Τι έγινε μετάΗ αυτοκρατορία των Ασσυρίων επέζησε μέχρι το 605 π.Κ.Χ. οπότε και ηττήθηκε ο τελευταίος βασιλιάς της. Τα εδάφη της μοιράστηκαν ανάμεσα στους Μήδους και τους Βαβυλώνιους.
Η Νινευί μετά την καταστροφή της παρέμεινε ακατοίκητη, αν και στις γύρω περιοχές κατοικούν μέχρι τις μέρες μας απόγονοι των Ασσύριων. Η πόλη αναφέρεται στη Μάχη της Νινευί το 627 Κ.Χ. η οποία έγινε μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των Περσών, ενώ από το 637 Κ.Χ. και την αραβική κατάκτηση, η περιοχή κατοικείται στην απέναντι πλευρά του ποταμού, όπου βρίσκεται η Μοσούλη.
Βιβλιογραφία – Δίκτυογραφία• Ηρόδοτος, Ιστορίες 1, Ζήτρος
• A.K. Grayson, Assyrian and Babylonian chronicles, 1975
• J. A. Brinkman and R. A. Guisepi, History Of The Babylonians And Assyrians,
http://history-world.org/nineveh.htm, (4/6/2012)
• Britanica Encyclopedia,
http://www.britannica.com/, (4/6/2012)
• Jewish Encyclopedia,
http://www.jewishencyclopedia.com/articles/11549-nineveh, (4/6/2012)
• Livius, Articles on ancient history,
http://www.livius.org/, (3/6/2012)
• The British Museum,
http://www.britishmuseum.org/, (4/6/2012)
• Wikipedia,
http://www.wikipedia.org/, (3/6/2012)
http://www.filistor.net/2013/03/87