Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας το 1940Γράφει ο
Σωτήριος Γεωργιάδης
Πολλά από τα πλέον ουσιώδη ιστορικά γεγονότα που αναδεικνύουν τη σημαντική Ελληνική δράση και αξιόλογη συμβολή στη συμμαχική Νίκη κατά τον Β΄ ΠΠ, δεν είναι ευρύτερα γνωστά και παραμένουν ξεχασμένα, παρά τις πολλές γραπτές εκκλήσεις που έχουν επί πολλά χρόνια γίνει στους εκάστοτε Υπουργούς Εθνικής ’μυνας από Έλληνες της Διασποράς και άλλους, για την έκδοση και ευρύτατη ανά τον κόσμο διανομή ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ, που να συνοψίζει τα σημαντικότερα ιστορικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η αγνοημένη σημαντική Ελληνική συμβολή στη συμμαχική Νίκη στον Β΄ ΠΠ.
Οι εκκλήσεις αυτές επισημαίνουν ότι βιβλία για τον Β΄ ΠΠ και τη συμμετοχή της Ελλάδας υπάρχουν πολλά, Ελληνικά και Ξένα, με θετικές και αρνητικές τοποθετήσεις για την Ελληνική συμβολή στη Συμμαχική Νίκη.
Από την εν λόγω βιβλιογραφία απουσιάζει μία συνοπτική «ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ», που θα σταχυολογεί και θα παρουσιάζει χωρίς σχόλια, όλα όσα ουσιώδη αδιαμφισβήτητες και κυρίως ξένες ιστορικές πηγές αναφέρουν, για την Ελληνική συμβολή στη Συμμαχική Νίκη στο Β΄ ΠΠ, προς ενημέρωση των νεωτέρων γενεών και της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και το εξωτερικό και η οποία θα:
Δωριθεί στους μαθητές Στρατιωτικών Σχολών, Βιβλιοθήκες όλων των Ελληνικών Σχολείων, Πανεπιστημίων, κτλ
Μεταφρασθεί στις βασικές ξένες γλώσσες και διανεμηθεί δωρεάν στις ανά τον κόσμο Βιβλιοθήκες, Διπλωματικές Αποστολές, Μέλη Κοινοβουλίων, Ελληνικούς Συλλόγους κτλ.
Παρουσιασθεί σε διάφορες Ιστοσελίδες, όπως π.χ. του ΥΕΘΑ, ΥΠΕΞ κτλ
Κυκλοφορήσει σε CD/DVD στο ευρύ αναγνωστικό κοινό των Ελληνικών και Ξένων Εφημερίδων και Περιοδικών. Δεν είναι δυστυχώς ευρύτερα επαρκώς γνωστό, ότι η μικρή Ελλάδα, στην οποία ο ’ξονας επιτέθηκε μετά την κατάληψη των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, έδωσε την πρώτη συμμαχική Νίκη, αντιμετωπίζοντας μόνη επί πεντάμηνο τις ανεπιτυχείς λυσσαλέες Ιταλικές επιθέσεις και στη συνέχεια επί δίμηνο, με ανεπαρκή συμμαχική στρατιωτική συμπαράσταση και τις Γερμανικές, μέχρι την κατάληψη και της Κρήτης.
Δεν προβάλλεται αρκετά ότι η Ελλάδα αμύνθηκε συνολικά επί 216 ημέρες, ήτοι επί επτάμηνο, στην Ιταλική και Γερμανική Αυτοκρατορία, ενώ για την κατάληψη της Γαλλίας ο ’ξονας χρειάστηκε μόνο 45 ημέρες, παρά τη σημαντική στρατιωτική βοήθεια που της εδόθη, με την εκεί παρουσία ισχυρών Αγγλικών δυνάμεων, του Βελγίου 18 ημέρες, της Ολλανδίας 5 ημέρες, ενώ η Δανία υπέκυψε σε 12 ώρες και οι Αυστρία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Αλβανία προσεχώρησαν ή παραδόθηκαν αμαχητί.
Παραγνωρίζεται επίσης ότι η ανωτέρω Ελληνική 7μηνη σθεναρή άμυνα σε δύο επιτιθέμενες Αυτοκρατορίες, ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικών αποφάσεων που είχαν ληφθεί ήδη από το 1936 και συντόνων έκτοτε προετοιμασιών σε όλους τους τομείς, που εξ αποτελέσματος αποδείχθηκαν επιτυχείς. Ας δούμε τι αναφέρει η ολοκληρωθείσα το 1953 "ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ ΤΟΥ Β. ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ 1940-1944" ως προς την προετοιμασία του Πολεμικού μας Ναυτικού για τον επερχόμενο Πόλεμο.
Την Έκθεση συνέταξε βάσει επισήμων στοιχείων, κυρίως της Ιστορικής Υπηρεσίας του Ναυτικού, ο ανακληθείς ως Αντιναύαρχος στην ενέργεια το 1951 επί Πρωθυπουργίας Σοφοκλή Βενιζέλου για το σκοπό αυτό και μετέπειτα Ακαδημαϊκός Δημήτριος Γ. Φωκάς. Ο Δ. Γ. Φωκάς είχε συμπράξει ως Αξιωματικός του Ναυτικού με τους τότε Συνταγματάρχες Ν. Πλαστήρα και Στ. Γονατά στη Στρατιωτική Επανάσταση του 1922, της οποίας απετέλεσε κορυφαίο στέλεχος και είχε αποστρατευθεί το 1935 για συμμετοχή του στο αποτυχημένο κίνημα του Ε. Βενιζέλου.
Η Έκθεση Φωκά βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών "ως την τε αλήθειαν ομολογούσα και την πάτριον Ιστορίαν προάγουσα". Κατά την εν λόγω Έκθεση, το φθινόπωρο του 1936 ο Ι. Μεταξάς παρέστη σε συνεδρίαση του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και μεταξύ άλλων δήλωσε:
"Αυτό που θα σας είπω δεν θα το ανακοινώσετε εις κανένα. Προβλέπω πόλεμον μεταξύ του Αγγλικού και του Γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι ημπορώ δια να μην εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας. Επαναλαμβάνω και πάλιν: Το τελευταίον αυτό, προπαντός, να μην εξέλθη της αιθούσης ταύτης".
Ξεχνιέται ακόμη ότι ένα από τα σπουδαιότερα αποτελέσματα της εν λόγω 7μηνης Ελληνικής άμυνας, ήταν η σημαντική καθυστέρηση της Γερμανικής επιθέσεως κατά της Σοβιετικής Ενώσεως και η απασχόληση σημαντικών στρατιωτικών δυνάμεων του ’ξονα, με αποτέλεσμα, όπως τουλάχιστον και ο ίδιος ο Χίτλερ δήλωσε σε δύο περιπτώσεις, να μη γίνει δυνατή η κατάληψη της Μόσχας, πριν επέλθη ο βαρύτατος Ρωσικός χειμώνας. Όπως επίσης προκύπτει από επίσημα ξένα ιστορικά αρχεία, η ήττα της Ιταλίας από την Ελλάδα, επισφράγισε τη διστακτικότητα του τότε ηγέτη της Ισπανίας Στρατηγού Φράνκο και του Στρατάρχη Πεταίν, ηγέτη των εκτεταμένων μητροπολιτικών και αποικιακών εδαφών της μη υπό Γερμανική κατοχή Γαλλίας, να μην υποκύψουν στις εντονότατες πιέσεις του Χίτλερ, που επιζητούσε φορτικά να συμπράξουν στρατιωτικά με τη Γερμανία στην κατάκτηση της βορείου Αφρικής και μέσω αυτής της Μέσης Ανατολής, προκειμένου να προσβάλει τη Ρωσία και εξ ανατολών και να κινηθεί περαιτέρω προς ανατολάς.
Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη δήλωση του Βρετανού Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Philip Noel Baker, που έκανε την 28η Οκτωβρίου 1942, στην οποία μεταξύ άλλων τόνιζε, όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Η Μεσόγειος κατά τον Β΄ ΠΠ - Η συμβολή της Ελλάδος προς αποτροπή της καταλήψεως της Μεσογείου υπό της Γερμανίας» του Α. Π. Ζολώτα, εκδόσεως Ερωδιός, 2005: «Εάν η Ελλάδα ενέδιδε στο τελεσίγραφο τον Μουσολίνι, κανείς δεν θα είχε το δικαίωμα να την κατηγορήσει. Το λέγω αυτό ενώ γνωρίζαμε τότε και γνωρίζουμε και σήμερα ακόμη καλύτερα, τι θα σήμαινε για μας και για τον αγώνα μας η συνθηκολόγηση αυτή. Ο ’ξονας θα είχε από τότε στη διάθεσή του όλη την Ευρώπη για να αναπτύξει τις γραμμές των συγκοινωνιών του και τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια του θα κυριαρχούσαν έκτοτε από τις ακτές της Ελλάδας σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Το έργο της άμυνας μας στην Αίγυπτο θα γινόταν πολύ δυσκολότερο. Η Συρία, το Ιράκ και η Κύπρος θα καταλαμβάνοντο από τον ’ξονα. Η Τουρκία θα εκυκλούτο. Οι πετρελαιοπηγές της εγγύς Ανατολής θα ήσαν στην διάθεσή του. Η οπίσθια θύρα του Καυκάσου θα ανοίγετο γι αυτόν. Δεν δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι θα χάναμε ολόκληρη την Μέση Ανατολή και ίσως και αυτόν τον πόλεμο. Χάρις στην Ελληνική άμυνα, μας δόθηκε ο καιρός να αποκρούσουμε αρχικά και να συντρίψουμε έπειτα την Ιταλική στρατιά που κινήθηκε από τη Λιβύη εναντίον της Αιγύπτου, να εκκαθαρίσουμε την Ερυθρά Θάλασσα από τα εχθρικά πλοία, να μεταφέρουμε την Αμερικανική βοήθεια προς την Εγγύς Ανατολή και να εξουδετερώσουμε έτσι την εχθρική απειλή εναντίον της. Τα αποτελέσματα της Ελληνικής άμυνας γίνονται αισθητά ακόμη και σήμερα στους αγώνες μας. Εάν το Στάλινγκραντ και ο Καύκασος κρατούν σήμερα, αυτό δεν είναι άσχετο με την Ελληνική άμυνα, από την οποίαν επωφελούμεθα ακόμη, υστέρα από την πάροδο δύο ολοκλήρων ετών. Ό κόσμος, πραγματικά, δεν δικαιούται να λησμονήσει τα κατορθώματα των Ελλήνων κατά την ιστορική εκείνη στιγμή».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ακόμη οι απόψεις και επισημάνσεις Ιταλών ιστορικών για την επίθεση του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας, που περιλαμβάνονται σε Ελληνική απόδοση με τίτλο «Οκτώβριος 1940. Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας, όπως την είδαν οι Ιταλοί», που κυκλοφόρησαν το 2008 οι εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα. Από αυτή την έκδοση σταχυολογούνται τα ακόλουθα ενδιαφέροντα και λιγότερο γνωστά ιστορικά στοιχεία, τα οποία συμπληρώνονται όπου απαιτείται, για να δίδεται πληρέστερη εικόνα των πλέον σημαντικών γεγονότων της εξεταζόμενης περιόδου. Στην εκστρατεία κατά της Ελλάδας, οι Ιταλοί ομολογούν ότι είχαν συνολικά 13.577 νεκρούς, 25.067 αγνοούμενους, 50.874 τραυματίες και 12.368 στρατιώτες με κρυοπαγήματα. Εξ αυτών, 12.000 νεκροί και τραυματίες προήλθαν από την απέλπιδα και άκαρπη τελευταία Ιταλική Εαρινή Επίθεση του Μαρτίου 1941.
Οι νεκροί Ιταλοί αρχικά ετάφησαν στην Αλβανία, όπου έπεσαν οι περισσότεροι. Μεταπολεμικά, όταν η Αλβανία βρισκόταν υπό Κομμουνιστικό καθεστώς, οι Ιταλικές αρχές φρόντισαν για τη μεταφορά των οστών των Ιταλών μαχητών από την Αλβανία στην Ιταλία.
Οι Γερμανοί νεκροί στην Ελλάδα κατά τον Β΄ ΠΠ, έχουν ταφεί σε δύο Γερμανικά στρατιωτικά Νεκροταφεία, που βρίσκονται στη Ραπεντόσα της Αττικής και στο Μάλεμε της Κρήτης, τα οποία φροντίζουν Γερμανικές οργανώσεις και αρχές. Εκεί αναφέρονται τα ονόματα 15.000 περίπου Γερμανών νεκρών και χαμένων στρατιωτικών. Από αυτό γίνεται σαφές ότι οι Γερμανοί δεν έκαναν «στρατιωτικό περίπατο» στην Ελλάδα, έχοντας πληρώσει σοβαρότατο τίμημα σε νεκρούς.
Το σύνολο των Ελλήνων νεκρών μαχητών το 1940-41, ανήλθε σε περίπου 14.000, εκ των οποίων οι σχεδόν 10.000 έπεσαν στην Αλβανία μαχόμενοι κατά των Ιταλών. Οι Έλληνες μαχητές που έπεσαν κοντά σε Ελληνικές πόλεις στην βόρεια Ήπειρο, όπως π.χ. την Κλεισούρα, ετάφησαν στα εκεί Ελληνικά νεκροταφεία των αντιστοίχων πόλεων. Οι λοιποί, που έχασαν τη ζωή τους μαχόμενοι σε απομακρυσμένες περιοχές, ετάφησαν πρόχειρα υπό συνθήκες εκστρατείας.
Μετά τον Β΄ ΠΠ οι Ελληνικές αρχές δεν εξασφάλισαν μέχρι σήμερα τις πρέπουσες ταφικές τιμές στους σχεδόν 10.000 Έλληνες μαχητές, που έπεσαν στην Αλβανία πολεμώντας κατά των Ιταλών. Ορισμένα από τα νεκροταφεία Αλβανικών πόλεων όπως π.χ. της Κορυτσάς, οι οποίες μεταπολεμικά επεκτάθηκε, καταργήθηκαν και πάνω από αυτά αναγέρθηκαν οικοδομήματα, ενώ νέα νεκροταφεία δημιουργήθηκαν έξω από αυτές τις πόλεις.
Οι Αλβανικές αρχές ενημέρωσαν όσους είχαν νεκρούς θαμμένους στα παλαιά υπό κατάργηση νεκροταφεία, να φροντίσουν για την μεταφορά των οστών των δικών τους ανθρώπων. Όπως διαπιστώθηκε πριν από λίγα χρόνια, που το παράρτημα Αθηνών, της Ελληνο-Αμερικανικής Οργανώσεως ΑΧΕΠΑ επισκέφτηκε την Κορυτσά για να καταθέσει στεφάνια στους τάφους των Ελλήνων μαχητών στο εκεί παλαιό Ελληνικό νεκροταφείο, τα οστά των Ελλήνων μαχητών που είχαν ταφεί σ αυτό, δεν είχαν φροντίσει οι Ελληνικές αρχές να τα μεταφέρουν και τώρα βρίσκονται κάτω από τα κτίσματα του τμήματος της πόλεως που επεκτάθηκε, πάνω από το εν τω μεταξύ καταργηθέν εν λόγω παλαιό νεκροταφείο.
Τα οστά πολλών Ελλήνων μαχητών που ετάφησαν σε απομακρυσμένες περιοχές, με τον καιρό έρχονται στην επιφάνεια και μερικά από αυτά συγκεντρώνει η Αρχιεπισκοπή Αλβανίας και τα φυλάσσει σε κιβώτια στις Ελληνικές εκκλησίες. Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Γεώργιος Σούρλας έχει πρόσφατα γράψει βιβλίο για την από το 1940-41 υφιστάμενη εκκρεμότητα αποδόσεως ταφικών τιμών στους σχεδόν 10.000 Έλληνες μαχητές, που έπεσαν τότε στην Αλβανία, αλλά δεν έχει ακόμη δοθεί η πρέπουσα λύση στο σοβαρότατο αυτό πρόβλημα, που μας εκθέτει. Ας θυμηθούμε ότι στην αρχαιότητα, στην ναυμαχία των Αργινουσών, οι Αθηναίοι καταδίκασαν το 406 π.Χ. τους Έλληνες στρατηγούς σε θάνατο, διότι ασέβησαν, επειδή δεν μάζεψαν τους νεκρούς τους από την τρικυμισμένη θάλασσα.
Μέχρι τον Ιούνιο του 1940, ο Χίτλερ είχε ουσιαστικά υπό τον έλεγχό του την Αυστρία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία, έχοντας επίσης στο μεταξύ καταλάβει τη μισή Πολωνία, (την άλλη μισή κατέλαβε η από τον Αύγουστο του 1939 σύμμαχός του, με το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, Σοβιετική Ένωση σε μυστικό Πρωτόκολλο προσαρτημένο στο εν λόγω Σύμφωνο γινόταν κατανομή ζωνών επιρροής χωρών της Ευρώπης, μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν), τη Νορβηγία, τη Δανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη μισή Γαλλία, (η άλλη μισή υπό τον Στρατάρχη Πεταίν, μαζί με τις αποικίες της, ετάχθησαν με το μέρος της Γερμανίας).
Αυτές οι επιτυχίες δημιούργησαν στον Χίτλερ και τον αδελφό του εν όπλοις Μουσολίνι την ψευδαίσθηση, ότι η Αγγλία αναγκαστικά θα συμβιβαζόταν με τις αξιώσεις του ’ξονα, που συνίσταντο βασικά στον έλεγχο της Ευρώπης από τη Γερμανία και την Ιταλία. Η αισιοδοξία των Χίτλερ και Μουσολίνι έφθασε μέχρι του να δίνουν την αίσθηση ότι ο πόλεμος τελείωσε και να συζητούν για μερική αποστράτευση των μαχητικών τους δυνάμεων. Ο Μουσολίνι μάλιστα διέταξε το Γενικό του Επιτελείο να αποστρατεύσει περί τους 600.000 άνδρες! Η Αγγλία υπό τον Τσόρτσιλ, όχι μόνο δεν υπέκυψε στις αξιώσεις του Χίτλερ, αλλά τον Ιούλιο του 1940 καταβύθισε τις κύριες μονάδες του Γαλλικού Στόλου, που ναυλοχούσαν στο βορειοαφρικανικό λιμάνι Μερς-ελ-Κεμπίρ του Μαρόκου και υπήρχε κίνδυνος να συμπράξουν με το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό. Αυτό έκανε τον Χίτλερ να διατάξει τον προπαρασκευαστικό βομβαρδισμό της Αγγλίας από την Luftwaffe (Μάχη της Αγγλίας Ιούλιος-Οκτώβριος 1940) και την προετοιμασία του σχεδίου Seewolf, για την αποβατική κατάληψη της Αγγλίας από τη Γερμανία.
Οι σκληρότατοι και εντατικότατοι αεροπορικοί Γερμανικοί βομβαρδισμοί της Αγγλίας δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ο Χίτλερ έβαλε στο συρτάρι το σχέδιο καταλήψεως της αγγλικής νήσου, ενώ αποφάσισε να κινηθεί προς κατάληψη της Σοβιετικής ενώσεως με το σχέδιο Barbarossa, που είχε πάντοτε κατά νουν. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Χίτλερ κατά την προετοιμασία της επιθέσεως εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως, την πλήρη ετοιμότητα της οποίας είχε προσδιορίσει για την 15 Μαΐου 1941, ήταν οιαδήποτε στο μεταξύ πολεμική ανάφλεξη στα Βαλκάνια.
Η Αλβανία από τον Απρίλιο του 1939 είχε καταληφθεί αμαχητί από τον Μουσολίνι, η Γιουγκοσλαβία ερωτοτροπούσε με τον Χίτλερ και προσχώρησε την 25 Μαρτίου 1941, ενώ για την Βουλγαρία δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς την προθυμία της να ικανοποιήσει τα σχέδια του Χίτλερ. Ο Μουσολίνι είχε πάντοτε βλέψεις για τον έλεγχο των Βαλκανίων και παράλληλα ζήλευε τους θριάμβους που είχε καταγάγει με τον έλεγχο και την κατάληψη πολλών ευρωπαϊκών χωρών ο Χίτλερ και ήθελε «να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα», αιφνιδιάζοντάς τον με την εκ των υστέρων ενημέρωσή του, ότι η Ιταλία κατέλαβε και αυτή την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα.
Τα αρχικά σχέδια του Μουσολίνι για την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας τα ανέτρεψε ο Χίτλερ και η αποτυχία των Ιταλικών μυστικών υπηρεσιών και του Υπουργείου Εξωτερικών, να κινητοποιήσουν διαλυτικά τις διάφορες εθνικές ομάδες που συνιστούσαν την Γιουγκοσλαβία. Ιταλικό σχέδιο καταλήψεως της Ελλάδας είχε εκπονηθεί αρχικά τον Αύγουστο του 1939, από τον τότε Διοικητή των Ιταλικών στρατευμάτων στην Αλβανία Στρατηγό Γκουτσόνι (αναθεωρήθηκε από τους διαδόχους του Στρατηγούς Τζελόζο και Πράσκα) και προέλβεπε ενός έτους προετοιμασίες. Ενεργό συμμετοχή και πρωτοβουλίες για την σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Ελλάδας είχε αναλάβει ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, σύζυγος της κόρης Έντα του Μουσολίνι, τον οποίο ο τελευταίος εξετέλεσε αργότερα, με την κατηγορία της «προδοσίας του φασιστικού ιδεώδους και του αρχηγού του», επειδή ο Τσιάνο, αντιλαμβανόμενος την επερχόμενη οριστική συμμαχική νίκη και την ανάγκη συμβιβασμού, ψήφισε τον Ιούλιο του 1943 στο Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο, την αποπομπή του Μουσολίνι. Στα προπαρασκευαστικά στάδια για την κατάληψη της Ελλάδας, ο Τσιάνο προσεταιρίστηκε Αλβανούς, που επιζητούσαν ως αντάλλαγμα την Τσαμουρία και τα Γιάννενα. Παράλληλα επεδίωξε να χρηματίσει Έλληνες που μπορούσαν να επηρεάσουν τα Ελληνικά πράγματα, προκειμένου να μην εγερθούν αντιρρήσεις και αντιδράσεις στην αμαχητί πραγματοποίηση των Ιταλικών σχεδίων σε βάρος της Ελλάδας.
Έγιναν επίσης Ιταλικές προσπάθειες για να εκδηλωθεί Ελληνικό πραξικόπημα, που θα έφερνε στην εξουσία πρόσωπα ευνοϊκά διακείμενα στην φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι, όπως ο Στρατηγός Κωνσταντίνος Πλατής, δεδομένου ότι η Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά, δεν είχε καμία πρόθεση να μετατρέψει την Ελλάδα σε κράτος υποτελές της Ιταλίας, όπως τόνιζαν με έμφαση προς τον Τσιάνο και το Ιταλικό Γενικό Επιτελείο, ό Ιταλός Πρεσβευτής στην Αθήνα Γκράτσι και ο Στρατιωτικός ακόλουθος Συνταγματάρχης Μοντίνι. Τον Αύγουστο του 1940, δύο περιστατικά επιδείνωσαν τις τεταμένες Ιταλο-Ελληνικές σχέσεις.
Στις 11 Αυγούστου σφαγιάστηκε ο Αλβανός Νταούτ Χότσα και οι Ιταλοί απέδωσαν την δολοφονία σε Έλληνες. Όπως όμως επισημαίνουν οι Ιταλοί συγγραφείς στο προαναφερόμενο βιβλίο «Επίθεση εναντίον της Ελλάδας», στην πραγματικότητα ο Χότσα ήταν ένας επικίνδυνος εγκληματίας, με πολλές προηγούμενες καταδίκες, που δολοφονήθηκε από δύο συμπατριώτες του, για να εισπράξουν το ποσό με το οποίο τον είχε επικηρύξει η Ελληνική Αστυνομία. Στις 15 Αυγούστου επακολούθησε ο τορπιλλισμός και η καταβύθιση το Ελληνικού πολεμικού πλοίου ΕΛΛΗ, που λάμβανε μέρος στις θρησκευτικές τελετές της Παναγίας στο λιμάνι της Τήνου. Ακόμη και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Τσιάνο, όπως κατέγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο, που δημοσιοποιήθηκε μετά τον θάνατό του, δεν ήξερε ποίος και γιατί διέταξε τον εν λόγω τορπιλλισμό, σημειώνοντας πάντως ότι: «Για μένα πίσω του βρίσκεται η υπερβολή του Ντε Βέκι (Διοικητού του Αιγαίου και μέλους του Φασιστικού Συμβουλίου). Στο πλαίσιο αυτών των Ελληνο-Ιταλικών εντάσεων ο Μουσολίνι διέταξε και πάλι το Γενικό του Επιτελείο να επανεξετάσει το σχέδιο επιθέσεως κατά της Ελλάδας, με την ονομασία Emergenza G ή Esigenza G, ορίζοντας ως ημερομηνία εκδηλώσεως της επιθέσεως αρχικά την 1 Σεπτεμβρίου και ακολούθως την 20 Σεπτεμβρίου 1940.
Υπό την συνεχή όμως πίεση του Χίτλερ, να αποφευχθεί αναταραχή στα Βαλκάνια, ο Μουσολίνι αναγκάστηκε να αναστείλει τα στρατιωτικά του σχέδια εναντίον της Ελλάδας, συνεχίζοντας όμως τις δολοπλοκίες του για εξαγορά προσωπικοτήτων μέσα στην Ελλάδα και διενέργεια πραξικοπήματος, για την βίαιη ανατροπή της κυβερνήσεως του Ιωάννη Μεταξά. Παρά τις αντιρρήσεις του Χίτλερ, η εμμονή του Μουσολίνι για αιφνιδιαστική κατάληψη της Ελλάδας δεν τον εγκατέλειπε, παρά το ότι και κατά την συνάντηση Χίτλερ-Μουσολίνι στο Μπρένερ στις 4 Οκτωβρίου 1940, ο Χίτλερ και πάλι παρότρυνε τον Μουσολίνι να παραιτηθεί των περεταίρω βλέψεών του στα Βαλκάνια, όπου ήδη κατείχε την Αλβανία από το 1939. Εν τούτοις, στις 15 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσολίνι συνεκάλεσε στο Παλάτσο Βενέτσια Πολεμικό Συμβούλιο σε πολύ στενό κύκλο και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατάρχη Μπαντόλιο, ο οποίος απείλησε να παραιτηθεί, αποφάσισε την εισβολή στην Ελλάδα από την Αλβανία στις 26 Οκτωβρίου 1940, ενώ ευρίσκετο σε εξέλιξη η αποστράτευση, που είχε προηγουμένως διατάξει, μονάδων των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Στις αντιρρήσεις των Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων Στρατού-Ναυτικού-Αεροπορίας, κυρίως λόγω μη ικανοποιητικής προετοιμασίας και ανεπαρκείας δυνάμεων, ο Μουσολίνι παρέμεινε ανένδοτος, παραχωρώντας μόνο διήμερη αναβολή της επιθέσεως κατά της Ελλάδας μέχρι την 28η Οκτωβρίου, επέτειο της επικρατήσεως στην Ιταλική πολιτική σκηνή του Φασιστικού Κόμματος με την αμφιλεγόμενη «Πορεία προς τη Ρώμη» το 1922. Η σφοδρότατη Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας εκδηλώθηκε ως γνωστόν τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 από το Αλβανικό έδαφος σε μέτωπο πλάτους 250 χιλιομέτρων και τις πρώτες τέσσερες ημέρες τα ιταλικά στρατεύματα προέλασαν μέσα σε Ελληνικά εδάφη.
Στους επιτιθέμενους περιλαμβάνοντο και Αλβανικές στρατιωτικές μονάδες. Η Ελλάδα σε όλο το προηγούμενο διάστημα, αποφεύγοντας μεθοδικά να δώσει αφορμές, είχε ενισχύσει με κάθε διακριτικότητα τις μονάδες προκαλύψεως και σε γενική επιστράτευση προχώρησε μόνο από την 28 Οκτωβρίου και μετά. Χάρις στα υπάρχοντα σχέδια και το επικρατήσαν πνεύμα εκ μέρους των Ελλήνων, η επιστράτευση πραγματοποιήθηκε σε χρόνο ρεκόρ με πλήρη επιτυχία, ούτως ώστε η Ελληνική αντεπίθεση να μπορέσει να πραγματοποιηθεί συντομότατα από 1ης Νοεμβρίου, με αποτέλεσμα η πρωτοβουλία να περιέλθει τις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες σε σύντομο διάστημα απώθησαν και καταδίωξαν τις Ιταλικές μέσα στην Αλβανία.
Οι Ιταλικές στρατιωτικές ενέργειες κατά των Ελληνικών δυνάμεων συνεχίστηκαν με πείσμα επί πεντάμηνο, χωρίς να μπορέσουν να κάμψουν τους Έλληνες. Η τελευταία εκτεταμένη και σύντονη Ιταλική επιθετική ενέργεια για την ανάκτηση της στρατιωτικής πρωτοβουλίας εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 1941, με την μεγάλη Ιταλική Εαρινή Επίθεση (PRIMAVERA), την συστηματική και επίπονη προετοιμασία της οποίας επιμελήθηκε προσωπικά ο Μουσολίνι, ο οποίος για το σκοπό αυτό πήγε στην Αλβανία. Η εν λόγω επίθεση απέτυχε πλήρως, στοίχισε στους Ιταλούς περί τους 8.000 νεκρούς και ο Μουσολίνι επέστρεψε ηττημένος στη Ρώμη.
Βλέποντας ο Χίτλερ την παταγώδη αποτυχία του Μουσολίνι να καταλάβει την Ελλάδα και τις δυσμενέστατες επιπτώσεις στα δικά του σχέδια και την προετοιμασία της Γερμανικής εκστρατείας κατά της Ρωσίας, επεχείρησε ανεπιτυχώς επανειλημμένα και μεθοδικά, να δελεάσει την Ελλάδα στο να αποδεχθεί επωφελείς για την Πατρίδα μας προτάσεις Ειρήνης προς την Ιταλία, με τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας και, μεταξύ άλλων, να διατηρήσει η Ελλάδα τα εδάφη στην Βόρεια Ήπειρο, τα οποία ο Ελληνικός Στρατός είχε μέχρι τότε καταλάβει, καταδιώκοντας τους επιτεθέντες Ιταλούς. Λεπτομέρειες και ξένο κυρίως αρχειακό ιστορικό υλικό επί των εν λόγω προσπαθειών του Χίτλερ, πριν εξαναγκασθεί να προστρέξει στρατιωτικά στη βοήθεια του Μουσολίνι, επιτιθέμενος και αυτός κατά της Ελλάδας με τις πλέον επίλεκτες μονάδες που διέθετε, περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Α. Π. Ζολώτα «Γερμανικαί Προτάσεις Ειρήνης Διαρκούντος του Β΄ ΠΠ Η προσπάθεια της Γερμανίας προς τερματισμό του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου», εκδόσεως Ερωδιός, 2005. Από εκεί και μετά παρενέβη στρατιωτικά και η Γερμανία με τις επίλεκτες ένοπλες δυνάμεις της για την κατάληψη της Ελλάδας.
Η Γερμανική επίθεση πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου και η κατάληψη της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Κρήτης, έλαβε χώρα μέχρι τέλους Μαΐου 1941. Τι έκανε το Χίτλερ να διατάξει την Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας και τι του κόστισε αυτή η απόφαση; Τρεις ήταν οι βασικές αιτίες, που κορυφώθηκαν στα τέλη Μαρτίου 1941 και ωδήγησαν στην ταυτόχρονη Γερμανική εκστρατεία κατά της Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας, στις αρχές Απριλίου του 1941:
1) Είχε αποτύχει και η τελευταία μεγάλη Ιταλική ανοιξιάτικη Επίθεση Primavera του Μαρτίου 1941.
2) Είχαν αρχίσει από το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου 1941 να αποβιβάζονται στην Ελλάδα κατά πανηγυρικό τρόπο μικρές Βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που δεν επαρκούσαν γιά να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην Ελληνική άμυνα και γι αυτό τις είχε αρνηθεί όσο ζούσε ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς. Αυτές οι δυνάμεις απέβλεπαν κυρίως στο να τονώσουν το ηθικό της Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας, στην προσπάθεια να μην συνταχθούν με τη Γερμανία. Η εμφάνισή τους σε Ελληνικό έδαφος, προκάλεσε φυσικά τον Χίτλερ.
3) Η Γιουγκοσλαβία, που αρχικά προσχώρησε στον ’ξονα στις 25 Μαρτίου 1941, δύο ημέρες αργότερα μεταπήδησε στο Συμμαχικό στρατόπεδο. Η Ελληνική 7μηνη συνολικά άμυνα κατά του ’ξονα, επέφερε επίσης καθυστέρηση 5 εβδομάδων στην επίθεση του Χίτλερ εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως, ενώ παραλλήλως η Βαλκανική εκστρατεία της Γερμανίας απησχόλησε το ένα τρίτο των στρατευμάτων, των πολεμικών αεροπλάνων και των αρμάτων μάχης που συγκέντρωνε ο Χίτλερ, για να επιτεθεί στη Ρωσία.
Η επτάμηνη Μάχη της Ελλάδας, όπως αναγνώρισαν και ξένοι πρωταγωνιστές της περιόδου, συνέβαλε ουσιαστικά στη συμμαχική Νίκη κατά τον Β΄ ΠΠ. Αυτή τη πραγματικότητα μερικοί εχθροί και φίλοι έχουν κατά καιρούς αβάσιμα αμφισβητήσει.